ἐπίπαν: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίπαν]] και ἐπὶ | |mltxt=[[ἐπίπαν]] και ἐπὶ πᾶν (AM)<br /><b>επίρρ.</b> γενικά, εν όλω, ως επί το πλείστον («νηῡς [[ἐπίπαν]] μάλιστά κῃ κατανύει ἐν μακρημερίῃ ὀργυιὰς ἐπτακισμυρίας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξ ολοκλήρου, [[κυρίως]] («Λυδῶν [[ὄχλος]], οἵ τ’ [[ἐπίπαν]] ἠπειρογενές κατέχουσιν [[ἔθνος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περίπου]], [[τουλάχιστον]]<br /><b>3.</b> ως ουδ. του επιθ. [[επίπας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>παν</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:20, 6 August 2022
English (LSJ)
or ἐπὶ πᾶν, A v. ἐπί. II. Adj. ἐπίπαντες, v. ἐπίπας.
German (Pape)
[Seite 968] im Ganzen, Allgemeinen, überhaupt, Aesch. Pers. 42 Suppl. 802; Plat. Epin. 986 e; ὡς ἐπίπαν, gewöhnlich, Pol. u. A.; ὡς τὸ ἐπίπαν Her. 7, 50, 1; εἰς ἐπίπαν Xenophan. bei Ath. XII, 526 h.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπαν: ἢ ἐπὶ πᾶν, Ἐπίρρ., ἐν συνόλῳ, καθόλου, ἐν γένει, περίπου, συνήθως, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, κατὰ μέσον ὅρον, Ἡρόδ. 4. 86, Θουκ. 5. 68· ἔωθε γὰρ τοῦτο ὡς ἐπίπαν ποιέειν πρὸς τὸν ζέφυρον Ἡρόδ. 2. 68· τὸ ἐπ. 6. 46· ὡς τὸ ἐπ. 7. 50, 1· εἰς ἐπ. Ξενοφάν. 3. 4. 2) ἐξ ὁλοκλήρου, ἁβροδιαίτων δ᾿ ἕπεται Λυδῶν ὄχλος, οἵτ᾿ ἐπίπαν ἠπειρογενὲς κατέχουσιν ἔθνος, «οἱ δι᾿ ὅλου τὴν ἤπειρον οἰκοῦντες» (Σχόλ.). Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, Ἱκέτ. 822. 3) περίπου, τοὐλάχιστον, τετραδάκτυλον τὸ ἐπ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. ΙΙ. ἐπίθ. ἐπίπαντες, πληθ., ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγρ. Κρήτης ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2555. ᾱ Ἀττ., Αἰσχύλ. Πέρσ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Meineke εἰς Μένανδ. σ. 51.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en général : ὡς ἐπίπαν, τὸ ἐπίπαν, ὡς τὸ ἐπίπαν en général, d’ordinaire;
2 tout à la fois, tous ensemble.
Étymologie: ἐπί, πᾶν.
Greek Monolingual
ἐπίπαν και ἐπὶ πᾶν (AM)
επίρρ. γενικά, εν όλω, ως επί το πλείστον («νηῡς ἐπίπαν μάλιστά κῃ κατανύει ἐν μακρημερίῃ ὀργυιὰς ἐπτακισμυρίας», Ηρόδ.)
αρχ.
1. εξ ολοκλήρου, κυρίως («Λυδῶν ὄχλος, οἵ τ’ ἐπίπαν ἠπειρογενές κατέχουσιν ἔθνος», Αισχύλ.)
2. περίπου, τουλάχιστον
3. ως ουδ. του επιθ. επίπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + παν].
Greek Monotonic
ἐπίπαν: ή ἐπίπᾶν, επίρρ.:
1. συνολικά, εν γένει, γενικά, κατά μέσο όρο, σε Ηρόδ., Θουκ.· ὡς ἐπίπαν, επίσης, τὸ ἐπ. και ὡς τὸ ἐπ., σε Ηρόδ.
2. εξ ολοκλήρου, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπαν: тж. ἐπι πᾶν (тж. ὡς ἐ., τὸ ἐ. и ὡς τὸ ἐ.)
1) вообще (говоря), в общем, обычно (πλεῖστον μὲν μεδίμνους ἐννέα, τὸ δ᾽ ἐ. ἕξ Arst.): ὡς ἐ. εἰπεῖν Arst. вообще говоря;
2) в целом, всего, итого (τὸ ἐ. ὀγδώκοντα τάλαντα Her.).
Middle Liddell
1. ἐπὶ, πᾶν, adv. upon the whole, in general, on the average, Hdt., Thuc.; ὡς ἐπίπαν, also τὸ ἐπ. and ὡς τὸ ἐπ. Hdt.
2. altogether, Aesch.