Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαρτύω: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαρτύω''': ῠ, καὶ -ύνω ῡν, [[συναρμόττω]], αὐτίκ’ ἐπήρτυε [[πῶμα]] Ὀδ. Θ. 447. ΙΙ. [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], ἐπὶ γὰρ [[Ζεὺς]] ἤρτυε [[πῆμα]] κακοῖο Ὀδ. Γ. 152· ὄλεθρόν τινι Ὀπ. Κυν. 2. 443. - Μέσ., [[δεῖπνον]] ἐπηρτύνοντο, παρεσκεύαζον, ἡτοίμαζον, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 128.
|lstext='''ἐπαρτύω''': ῠ, καὶ -ύνω ῡν, [[συναρμόττω]], αὐτίκ’ ἐπήρτυε [[πῶμα]] Ὀδ. Θ. 447. ΙΙ. [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], ἐπὶ γὰρ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἤρτυε [[πῆμα]] κακοῖο Ὀδ. Γ. 152· ὄλεθρόν τινι Ὀπ. Κυν. 2. 443. - Μέσ., [[δεῖπνον]] ἐπηρτύνοντο, παρεσκεύαζον, ἡτοίμαζον, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 128.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:30, 30 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρτύω Medium diacritics: ἐπαρτύω Low diacritics: επαρτύω Capitals: ΕΠΑΡΤΥΩ
Transliteration A: epartýō Transliteration B: epartyō Transliteration C: epartyo Beta Code: e)partu/w

English (LSJ)

and ἐπαρτ-ύνω [ῡν], A fit or fix on, αὐτίκ' ἐπήρτυε πῶμα Od.8.447. II prepare, ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα Od.3.152; ὄλεθρόν τινι Opp.C.2.443:—Med., δεῖπνον ἐπηρτύνοντο they prepared them a meal, h.Cer.128.

German (Pape)

[Seite 905] darauf fügen, πῶμα Od. 8, 447.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρτύω: ῠ, καὶ -ύνω ῡν, συναρμόττω, αὐτίκ’ ἐπήρτυε πῶμα Ὀδ. Θ. 447. ΙΙ. παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο Ὀδ. Γ. 152· ὄλεθρόν τινι Ὀπ. Κυν. 2. 443. - Μέσ., δεῖπνον ἐπηρτύνοντο, παρεσκεύαζον, ἡτοίμαζον, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 128.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ἐπήρτυε;
ajuster sur.
Étymologie: ἐπί, ἀρτύω.

English (Autenrieth)

fit on, Od. 8.447.

Greek Monolingual

ἐπαρτύω και ἐπαρτύνω (Α)
1. προσαρμόζω, συναρμόζω, εφαρμόζω («αὐτίκ' ἐπήρτυε πῶμα», Ομ. Οδ.)
2. ετοιμάζω, παρασκευάζω
3. κάνω κάτι νόστιμο, γευστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτύω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»].

Greek Monotonic

ἐπαρτύω: και -ύνω[ῡ],
I. εφαρμόζω, συναρμολογώ, σε Ομήρ. Οδ.
II. προετοιμάζω, στο ίδ. — Μέσ., προετοιμάζω για τον εαυτό μου, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρτύω:
1) прилаживать, приделывать (πῶμα Hom.);
2) устраивать, готовить (πῆμα Hom. - in tmesi).

Middle Liddell

and -ύνω
I. to fit on, Od.
II. to prepare, Od.:—Mid. to prepare for oneself, Hhymn.