ἐπιμελητικός: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιμελητικός:''' умеющий заботиться, заботливый Xen., Arst.
|elrutext='''ἐπιμελητικός:''' [[умеющий заботиться]], [[заботливый]] Xen., Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιμελητικός]], ή, όν [from [[ἐπιμελητής]]<br />[[able]] to [[take]] [[charge]], managing, Xen.
|mdlsjtxt=[[ἐπιμελητικός]], ή, όν [from [[ἐπιμελητής]]<br />[[able]] to [[take]] [[charge]], managing, Xen.
}}
}}

Revision as of 12:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμελητικός Medium diacritics: ἐπιμελητικός Low diacritics: επιμελητικός Capitals: ΕΠΙΜΕΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epimelētikós Transliteration B: epimelētikos Transliteration C: epimelitikos Beta Code: e)pimelhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A able to take charge, managing, X.Oec.12.19; ἡ -κή (sc. τέχνη), = ἐπιμέλεια, Pl.Plt.275esq.; αἴσθησις ἐ. τῶν τέκνων Arist.GA753a8; τὸ τοῦ ἰδίου σώματος ἐ. M.Ant.1.16.

German (Pape)

[Seite 961] ή, όν, zum Sorgen, Pflegen geschickt, Xen. Oec. 12, 19; ἡ ἐπιμελητική, sc. τέχνη, die Wartung, Pflege, Plat. Polit. 275 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμελητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιμελούμενος πράγματός τινος, ὁ ἱκανὸς νὰ ἐπιστατῇ, τὸν δὲ ἐπιμελητικούς βουλόμενον ποιήσασθαί τινας Ξεν. Οἰκ. 12, 19· ἡ ἐπιμελητικὴ (ἐνν. τέχνη) = ἐπιμέλεια, Πλάτ. Πολιτικ. 275Ε κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à prendre soin de.
Étymologie: ἐπιμελέομαι.

Greek Monolingual

ἐπιμελητικός, -ή, -όν (Α) επιμελητής
1. ο αρμόδιος ή ικανός να φροντίζει κάτι
2. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμελητική, τὸ ἐπιμελητικόν
η επιμέλεια, η φροντίδα.

Greek Monotonic

ἐπιμελητικός: -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να διευθύνει, διευθυντικός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμελητικός: умеющий заботиться, заботливый Xen., Arst.

Middle Liddell

ἐπιμελητικός, ή, όν [from ἐπιμελητής
able to take charge, managing, Xen.