ἐρημαῖος: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐρημαῑος, -η, -ον, ποιητ. τ. του [[ἐρῆμος]] (AM) [[έρημος]]<br /><b>1.</b> [[έρημος]], [[ολομόναχος]], [[μοναχικός]] («ἐρημαίη [[νῆσος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> εγκαταλελειμμένος<br /><b>3.</b> στερημένος από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αυτός που προκαλεί το [[αίσθημα]] της ερημιάς, της μοναξιάς, [[σιωπηλός]] («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.).
|mltxt=ἐρημαῖος, -η, -ον, ποιητ. τ. του [[ἐρῆμος]] (AM) [[έρημος]]<br /><b>1.</b> [[έρημος]], [[ολομόναχος]], [[μοναχικός]] («ἐρημαίη [[νῆσος]]», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>2.</b> εγκαταλελειμμένος<br /><b>3.</b> στερημένος από [[κάτι]]<br /><b>4.</b> αυτός που προκαλεί το [[αίσθημα]] της ερημιάς, της μοναξιάς, [[σιωπηλός]] («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:45, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημαῖος Medium diacritics: ἐρημαῖος Low diacritics: ερημαίος Capitals: ΕΡΗΜΑΙΟΣ
Transliteration A: erēmaîos Transliteration B: erēmaios Transliteration C: erimaios Beta Code: e)rhmai=os

English (LSJ)

η, ον, poet. for ἐρῆμος, A desolate, solitary, Mosch.3.21, A.R.2.672, etc. ; silent, νύξ Emp.49 ; deserted, νεοσσοί A.R.4.1298 : c. gen., reft of, AP9.439 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1026] p. = ἔρημος, νύξ, Emped. 185 u. öfter sp. D., wie Hosch. 3, 21. 63; αἰπόλια, Anton. ep. (IX, 102); ξύλοχος, Coluth. 42; Ap. Rh. öfter; τινός, beraubt, Crinag. 35 (IX, 439).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ ἐρῆμος, ἔρημος, κοινῶς «ἔρμος», «ὁλομόναχος», Μόσχ. 3. 21, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, κτλ.· σιωπηλός νὺξ Ἐμπεδ. 252· ἐγκαταλελειμμένος, νεοσσοὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1298: μετὰ γεν., ἐστερημένος τινός, Ἀνθ. Π. 9. 439.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 désert, solitaire;
2 privé de, gén..
Étymologie: ἔρημος.

Greek Monolingual

ἐρημαῖος, -η, -ον, ποιητ. τ. του ἐρῆμος (AM) έρημος
1. έρημος, ολομόναχος, μοναχικός («ἐρημαίη νῆσος», Απολλ. Ρόδ.)
2. εγκαταλελειμμένος
3. στερημένος από κάτι
4. αυτός που προκαλεί το αίσθημα της ερημιάς, της μοναξιάς, σιωπηλός («ἐρημαίη νύξ», Εμπ.).

Greek Monotonic

ἐρημαῖος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἐρῆμος, απομακρυσμένος, ολομόναχος, ερημωμένος, ακατοίκητος, παραμελημένος, ερημίτης, σε Μόσχ.· με γεν., στερημένος από, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρημαῖος:
1) безлюдный, пустынный, безмолвный (νύξ Emped.; αἰπόλια Anth.);
2) лишенный (τινος Anth.).

Middle Liddell

ἐρημαῖος, η, ον poet. for ἐρῆμος
desolate, solitary, Mosch.: c. gen. bereft of, Anth.