διαφύσσω: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαφύσσω:'''<br /><b class="num">1)</b> вычерпывать, выпивать ([[οἶνον]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> выхватывать, вырывать (πολλὸν σαρκὸς ὀδόντι Hom.).
|elrutext='''διαφύσσω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вычерпывать]], [[выпивать]] ([[οἶνον]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[выхватывать]], [[вырывать]] (πολλὸν σαρκὸς ὀδόντι Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω aor1 -ήφῠσα<br /><b class="num">I.</b> to [[draw]] off liquids [[continually]]: Pass., of [[wine]], Od.<br /><b class="num">II.</b> to [[draw]] [[away]], [[tear]] [[away]], πολλὸν [[διήφυσε]] σαρκὸς ὀδόντι Od.
|mdlsjtxt=fut. ξω aor1 -ήφῠσα<br /><b class="num">I.</b> to [[draw]] off liquids [[continually]]: Pass., of [[wine]], Od.<br /><b class="num">II.</b> to [[draw]] [[away]], [[tear]] [[away]], πολλὸν [[διήφυσε]] σαρκὸς ὀδόντι Od.
}}
}}

Revision as of 09:50, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰφύσσω Medium diacritics: διαφύσσω Low diacritics: διαφύσσω Capitals: ΔΙΑΦΥΣΣΩ
Transliteration A: diaphýssō Transliteration B: diaphyssō Transliteration C: diafysso Beta Code: diafu/ssw

English (LSJ)

aor. -ήφῠσα, A draw continually, οἶνον διαφυσσόμενον Od. 16.110. II draw away, tear away, πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι 19.450; διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ' Il.13.508. III draw out, χίμετλα Nic.Th.682.

German (Pape)

[Seite 612] ίἀφύσσω), herausschöpfen; οἶνον διαφυσσόμενον Od. 16, 110; ίσῦς) πολλὸν διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι, riß ein großes Stück Fleisch heraus, 19, 450, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 1 διήφυσεν· ἐξήντλησεν, διέκοψεν; διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Il. 13, 507.

Greek (Liddell-Scott)

διαφύσσω: μέλλ. -ξω, ἀόρ. -ήφῠσα·- ἀντλῶ συνεχῶς, οἶνον διαφυσσόμενον Ὀδ. Π. 110. ΙΙ. ἀποσπῶ, σπαράττω, πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Τ. 450· διὰ δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ Ἰλ. Ν. 508, Ρ. 315.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ sg. διήφυσε;
1 puiser sans cesse, jusqu’au bout;
2 enlever, arracher : πολλὸν σαρκὸς ὀδόντι OD un gros morceau de chair avec sa défense en parl. d’un sanglier.
Étymologie: διά, ἀφυσσω.

English (Autenrieth)

aor. διήφυσε: draw off entirely, consume; tear away (by ripping), πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι (σῦς), Od. 19.450. Cf. ἀφύσσω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διήφῠσα Il.13.507 (tm.), 14.517 (tm.), Od.19.450, Nic.Th.682, Nonn.D.14.381]
1 sacar a través, sacar διὰ δ' ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ' Il.13.507, 14.517, cf. Nonn.l.c., πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Od.19.450.
2 sacar hasta el fin, agotar en v. pas. (ὁράασθαι) οἶνον διαφυσσόμενον Od.16.110
eliminar, quitar ὀλοφυδνὰ ... χίμετλα Nic.l.c.

Greek Monolingual

διαφύσσω (Α)
1. (για κρασί) αντλώ ώς το τέλος, αδειάζω
2. αποσπώ, αποκόπτω
3. ξερριζώνω, θεραπεύω («διήφυσε ποσσὶ χίμετλα», Νίκανδρος, Θηριακά).

Greek Monotonic

διᾰφύσσω: μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -ήφῠσα·
I. αντλώ υγρά διαρκώς, εξαντλώ — Παθ., λέγεται για το κρασί, σε Ομήρ. Οδ.
II. διώχνω μακριά, αποσπώ, αφαιρώ, πολλὸν διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διαφύσσω:
1) вычерпывать, выпивать (οἶνον Hom.);
2) выхватывать, вырывать (πολλὸν σαρκὸς ὀδόντι Hom.).

Middle Liddell

fut. ξω aor1 -ήφῠσα
I. to draw off liquids continually: Pass., of wine, Od.
II. to draw away, tear away, πολλὸν διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι Od.