ἔννυχος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
mNo edit summary |
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́") |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἔν-νῠχος, ον<br /><b class="num">I.</b> = | |mdlsjtxt=ἔν-νῠχος, ον<br /><b class="num">I.</b> = ἐννῠ́χιος, Il., Aesch.:—adv. ἔννυχον or -χα, NTest.<br /><b class="num">II.</b> epith. of [[Hades]], Soph. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':œnnucon 恩-匿罕<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':在內-夜<br />'''字義溯源''':夜盡,天未亮之前,夜裏,天黑;由([[ἐν]] / [[ἐμμέσῳ]] / [[ἐννόμως]])*=在,入)與([[νύξ]])*=夜)組成<br />'''出現次數''':總共(1);可(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 天黑(1) 可1:35 | |sngr='''原文音譯''':œnnucon 恩-匿罕<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':在內-夜<br />'''字義溯源''':夜盡,天未亮之前,夜裏,天黑;由([[ἐν]] / [[ἐμμέσῳ]] / [[ἐννόμως]])*=在,入)與([[νύξ]])*=夜)組成<br />'''出現次數''':總共(1);可(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 天黑(1) 可1:35 | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 29 March 2021
English (LSJ)
ον, = ἐννύχιος (by night, at night), A ἄγγελος ἦλθε . . ἔννυχος Il.11.716, cf. Maiist.16; ἔ. κοῖται Pi.P.11.25; ὄψεις A.Pr.645: neut. pl. as Adv., ἔννυχα λίαν ἀναστάς Ev.Marc.1.35: Comp. ἔννυχώτερον Aesop.110. II epith. of Hades, S.Tr.501 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 848] dasselbe; Il. 11, 716; κοῖται Pind. P. 11, 25; ὄψεις Aesch. Prom. 648; Ἅιδας Soph. Tr. 500; φόβος Eur. Rhes. 788; ὄνειρα Hel. 1206; ὄψις Hec. 72; sp. D.; – adv., bei Nacht, auch im compar. ἐννυχώτερον, noch tiefer in der Nacht, Aesop. 79; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἔννῠχος: -ον, = τῷ προηγ., ἄγγελος ἦλθε... ἔννυχος Ἰλ. Λ. 716· ἔνν. κοῖται Πίνδ. Π. 11. 39· ὄψεις Αἰσχύλ. Πρ. 645. - Ἐπίρρ., ἔννυχον, «νυχτιάτικα», Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄, 35 (Lachm ἔννυχα), συγκρ. ἐννυχώτερον Αἴσ. 110, ἔκδ. Ἁλμίου (Halm.)· προσέτι ἐννύχως, Νικήτ. Εὐγ. 2. 316, Τζέτζ. ἐν Ἀνεκδ. Κραμήρου τ. 3. σ. 335, 18. ΙΙ. ἐπίθ. τοῦ ᾍδου, τὸν ἔννυχον Ἅιδαν, τὸν ἄνακτα τοῦ σκότους ᾍδην, Σοφ. Τρ. 501.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nocturne, qui agit pendant la nuit ; adv. • ἔννυχον pendant la nuit.
Étymologie: ἐν, νύξ.
English (Autenrieth)
(Il. 11.716†): in the night time.
English (Slater)
ἔννῠχος, -ον
1 nightly ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (P. 11.25)
Spanish (DGE)
(ἔννῠχος) -ον
• Morfología: [compar. ἐννυχέστερος Aesop.55.1]
1 nocturno y en uso pred. de noche ἄγγελος ἦλθε ... ἔ. Il.11.716, cf. h.Merc.284, Maiist.45, τί ποτ' αἴρομαι ἔ. οὕτω δείμασι φάσμασιν; E.Hec.69, κοῖται Pi.P.11.25, ὄψεις A.Pr.645, cf. E.Hec.72, δεῖμά τ' ἔννυχον Trag.Adesp.626d, ὄνειροι E.Hel.1190, HF 112, cf. Orac.Sib.3.293, ἀλάλαγμα Nonn.D.2.172, στίβη Babr.12.16, op. ἠμάτιος Arat.580
•ac. neutr. adverb. ἔννυχον durante la noche τὴν τε λοιπὴν ἐμηχανῶντο περὶ αὐτοὺς ἀσφάλειαν ἔ. LXX 3Ma.5.5, plu. ἔννυχα λίαν ἀναστάς Eu.Marc.1.35, compar. ἐννυχώτερον ταύτας ἀνίστη más de noche las levantaba Aesop.55.3 (var. ἐννυχέστερον Aesop.55.1).
2 fig. que habita la oscuridad, tenebroso de Hades, S.Tr.501
•oscuro, engañoso de los sofistas, Plu.2.1066c.
English (Thayer)
ἔννυχον (νύξ), nightly, nocturnal (Homer, Pindar, Tragg.). Neuter adverbially, by night: L T Tr WH have neuter plural ἔννυχα (cf. Winer s Grammar, 463 (432); Buttmann, § 128,2).
Greek Monolingual
ἔννυχος, -ον (Α)
1. εννύχιος
2. ως επίθ. του Άδη («τὸν ἔννυχον Ἅϊδαν» — ζοφερός, σκοτεινός, Σοφ.)
3. φρ. «ἔννυχος ἠώς» — ημέρα θανάτου επιγρ.
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔννυχα
στην καρδιά της νύχτας («ἔννυχα λίαν ἀναστάς», ΚΔ).
επίρρ...
ἐννύχως
κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θ. νυχ- (βλ. νύκτα)].
Greek Monotonic
ἔννῠχος: -ον = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.·
I. επίρρ. ἔννυχον ή -χα, σε Καινή Διαθήκη
II. επίθ. του Άδη, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔννῠχος: Hom., Pind., Trag. = ἐννύχιος.
Middle Liddell
ἔν-νῠχος, ον
I. = ἐννῠ́χιος, Il., Aesch.:—adv. ἔννυχον or -χα, NTest.
II. epith. of Hades, Soph.
Chinese
原文音譯:œnnucon 恩-匿罕
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在內-夜
字義溯源:夜盡,天未亮之前,夜裏,天黑;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(νύξ)*=夜)組成
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 天黑(1) 可1:35