θυμάλωψ: Difference between revisions

From LSJ

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυμάλωψ]], -[[άλοπος]], ὁ (Α)<br />[[κομμάτι]] ξύλου ή αναμμένου κάρβουνου, [[δαυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] «[[καπνός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αλ</i>-<i>ωψ</i> [[κατά]] το <i>νυκτ</i>-<i>άλ</i>-<i>ωψ</i>. Το τελευταίο συνθετικό <i>ωψ</i> «[[πρόσωπο]]» απαντά σε αρκετά συνθετικά έχοντας χάσει τη λεξική του [[σημασία]] και λειτουργώντας ως [[κατάληξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μώλ</i>-<i>ωψ</i>, <i>οιν</i>-<i>ώψ</i> «με το [[χρώμα]] του κρασιού»). Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ū</i><i>mra</i> «με το [[χρώμα]] του καπνού» και <i>dh</i><i>ū</i><i>mari</i> «[[ομίχλη]]»].
|mltxt=[[θυμάλωψ]], -[[άλοπος]], ὁ (Α)<br />[[κομμάτι]] ξύλου ή αναμμένου κάρβουνου, [[δαυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] «[[καπνός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αλ</i>-<i>ωψ</i> [[κατά]] το <i>νυκτ</i>-<i>άλ</i>-<i>ωψ</i>. Το τελευταίο συνθετικό <i>ωψ</i> «[[πρόσωπο]]» απαντά σε αρκετά συνθετικά έχοντας χάσει τη λεξική του [[σημασία]] και λειτουργώντας ως [[κατάληξη]] ([[πρβλ]]. <i>μώλ</i>-<i>ωψ</i>, <i>οιν</i>-<i>ώψ</i> «με το [[χρώμα]] του κρασιού»). Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ū</i><i>mra</i> «με το [[χρώμα]] του καπνού» και <i>dh</i><i>ū</i><i>mari</i> «[[ομίχλη]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:46, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμάλωψ Medium diacritics: θυμάλωψ Low diacritics: θυμάλωψ Capitals: ΘΥΜΑΛΩΨ
Transliteration A: thymálōps Transliteration B: thymalōps Transliteration C: thymalops Beta Code: quma/lwy

English (LSJ)

[ᾰ], ωπος, ὁ, A piece of burning wood or charcoal, Ar.Ach.321, Th.729, Stratt.55, Luc.Lex.24. (τύφω: for the termin., cf. αἱμάλωψ.)

German (Pape)

[Seite 1222] ωπος, ὁ, nach deu alten Erkl. οἱ ἀπολελειμμένοι τῆς θύψεως (τύφω) ἄνθρακες, οἱ ἡμίκαυτοι, halbverbrannter Feuerbrand. Gluthkohle; Ar. Ach. 320, wo man es Kohlenmeiler übersetzt; Thesm. 729.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμάλωψ: ᾰ, ωπος, ὁ, τεμάχιον ξύλου ἢ ἄνθρακος ἀνημμένον, δαυλός, καίων ἄνθραξ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 231 (ἴδε ἐν λέξει ἐπιζέω), Θεσμ. 729, Στράττ. π. Ψυχ. 5, Πολυδ. Ζ΄, 110, 152, Ι΄, 101. (Ἐκ τοῦ τύφω, ὥστε κατ’ ἀκριβολογίαν ἔπρεπε νὰ εἶναι θυμμάλωψ· περὶ τῆς καταλήξεως πρβλ. μώλωψ, αἱμάλωψ).

French (Bailly abrégé)

ωπος (ὁ) :
tison à moitié brûlé.
Étymologie: θύω¹.

Greek Monolingual

θυμάλωψ, -άλοπος, ὁ (Α)
κομμάτι ξύλου ή αναμμένου κάρβουνου, δαυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός «καπνός» + -αλ-ωψ κατά το νυκτ-άλ-ωψ. Το τελευταίο συνθετικό ωψ «πρόσωπο» απαντά σε αρκετά συνθετικά έχοντας χάσει τη λεξική του σημασία και λειτουργώντας ως κατάληξη (πρβλ. μώλ-ωψ, οιν-ώψ «με το χρώμα του κρασιού»). Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. dhūmra «με το χρώμα του καπνού» και dhūmari «ομίχλη»].

Greek Monotonic

θῡμάλωψ: [ᾰ], -ωπος, ὁ (τύφω), κομμάτι καμμένου ξύλου ή ξυλάνθρακα, καυτό κάρβουνο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θῡμάλωψ: ωπος (ᾰ) ὁ головня: ἀποδεῖξαί τινα θυμάλωπα Arph. превратить в головню, т. е. сжечь кого-л.; οἷον αὖ μέλας τις ὑμῖν θ. ἐπέζεσεν! Arph. какая ярость вспыхнула в вас!

Frisk Etymological English

-ωπος
Grammatical information: m.
Meaning: prob. piece of burning wood, charcoal (Com., Luc. Lex. 24).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like αἱμάλωψ mass of blood, bloodshot place (Hp., pap.), νυκτάλωψ seeing in the night = day-blind(ness); sec. night-blind, night-blindness, to which ἡμεράλωψ. - On the obscured ending -ωψ s. Schwyzer 426 n. 4; the basis must have been a nominal λ-stem (cf. e. g. αἴθαλος, αἰθάλη), in its turn derived from a mo-stem (cf. zu θυμός). (Not to Skt. *dhūmara-, from where dhūmrá-) - However, our word will have nothing to do with seeing, nor can θυμ- be identified. Cf. also ἀγχίλωψ, αἰγίλωψ which is no doubt a Pre-Greek word (s.v.).

Middle Liddell

θῡμᾰ́λωψ, ωπος, τύφω
a piece of burning wood or charcoal, a hot coal, Ar.

Frisk Etymology German

θυμάλωψ: -ωπος
{thumálōps}
Grammar: m.
Meaning: etwa Feuerbrand, glühende Kohle (Kom., Luk. Lex. 24).
Etymology : Bildung wie αἱμάλωψ Blutgeschwür, blutunterlaufene Stelle (Hp., Pap.), νυκτάλωψ in der Nacht sehend = tagblind, auch Tagblindheit; sekundär nachtblind, Nachtblindheit, wozu ἡμεράλωψ. — Über den verdunkelten Ausgang -ωψ s. Schwyzer 426 A. 4; als Grundlage hat ein nominaler λ-Stamm gedient (vgl. z. B. αἴθαλος, αἰθάλη), der seinerseits entweder zu einem men-Stamm mit Wechsel men ~ mel (vgl. θῦμα s. 2. θύω) in Beziehung steht oder aus einem mo-Stamm (vgl. zu θυμός) abgeleitet ist. Eine Entsprechung von θυμαλ(ο)- kann in aind. *dhūmara-, woraus durch Analogie dhūmrá- rauchfarben, vorliegen; daneben die davon unabhängigen dhūmarī f. Nebel, dhūmala rotbraun, rauchfarben (beide Lex.); s. Mayrhofer Wb. s. dhūmráḥ.
Page 1,692