πολεμιστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0654.png Seite 654]] ὁ, Krieger, Kämpfer, Streiter; Hom. bes. in der Il.; verbunden αἰχμητήν τ' ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν 5, 602; voc. πολεμιστά 16, 492; Pind. N. 4, 27 I. 4, 28; einzeln bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0654.png Seite 654]] ὁ, Krieger, Kämpfer, Streiter; Hom. bes. in der Il.; verbunden αἰχμητήν τ' ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν 5, 602; voc. πολεμιστά 16, 492; Pind. N. 4, 27 I. 4, 28; einzeln bei Sp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><b>1</b> <i>adj. m.</i> de guerre;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ὁ [[πολεμιστής]], guerrier combattant.<br />'''Étymologie:''' [[πολεμίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολεμιστής''': καὶ Ἐπικ. ([[χάριν]] τοῦ μέτρ.) πτολ-, οῦ, ὁ· ([[πολεμίζω]])· ― ὡς καὶ νῦν, αἰχμητὴν τ’ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστὴν Ἰλ. Ε. 602, κ. ἀλλ., Πίνδ., κτλ.· πτολ-, Ἰλ. Χ. 132. ΙΙ. π. [[ἵππος]], πολεμικὸς [[ἵππος]], ὁ παρὰ Οὐεργιλίῳ bellator equus, Διόδ. 2. 11, πρβλ. Στράβ. 698· ἵπποι π., [[εἶναι]] πιθανῶς ἵπποι τῶν ἱπποδρομικῶν ἀγώνων ὡς εἰς πόλεμον ηὐτρεπισμένοι, [[διότι]] ὑπῆρχε τιοοῦτον [[ἀγώνισμα]], Θεόκρ. 15. 51, πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 104.
|lstext='''πολεμιστής''': καὶ Ἐπικ. ([[χάριν]] τοῦ μέτρ.) πτολ-, οῦ, ὁ· ([[πολεμίζω]])· ― ὡς καὶ νῦν, αἰχμητὴν τ’ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστὴν Ἰλ. Ε. 602, κ. ἀλλ., Πίνδ., κτλ.· πτολ-, Ἰλ. Χ. 132. ΙΙ. π. [[ἵππος]], πολεμικὸς [[ἵππος]], ὁ παρὰ Οὐεργιλίῳ bellator equus, Διόδ. 2. 11, πρβλ. Στράβ. 698· ἵπποι π., [[εἶναι]] πιθανῶς ἵπποι τῶν ἱπποδρομικῶν ἀγώνων ὡς εἰς πόλεμον ηὐτρεπισμένοι, [[διότι]] ὑπῆρχε τιοοῦτον [[ἀγώνισμα]], Θεόκρ. 15. 51, πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 104.
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><b>1</b> <i>adj. m.</i> de guerre;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ὁ [[πολεμιστής]], guerrier combattant.<br />'''Étymologie:''' [[πολεμίζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 08:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμιστής Medium diacritics: πολεμιστής Low diacritics: πολεμιστής Capitals: ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ
Transliteration A: polemistḗs Transliteration B: polemistēs Transliteration C: polemistis Beta Code: polemisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, Ep. πτολεμιστής Il.22.132:—A warrior, ib.5.602, al., Pi.N.4.27, etc.: freq. in later Prose, LXXDe.2.14, Str.11.2.4, J. BJ6.2.5, Gal.14.283. II πολεμιστὴς ἵππος war-horse, charger, D.S.2.41 (pl.), Str.15.1.29, Plu.Fab.20; ἵπποι πολεμισταί are prob. racehorses trapped as chargers, Theoc.15.51, cf. IG22.2316.29, SIG697 H3 (Delph., ii B.C.), Phot. s.v.

German (Pape)

[Seite 654] ὁ, Krieger, Kämpfer, Streiter; Hom. bes. in der Il.; verbunden αἰχμητήν τ' ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν 5, 602; voc. πολεμιστά 16, 492; Pind. N. 4, 27 I. 4, 28; einzeln bei Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
1 adj. m. de guerre;
2 subst.πολεμιστής, guerrier combattant.
Étymologie: πολεμίζω.

Greek (Liddell-Scott)

πολεμιστής: καὶ Ἐπικ. (χάριν τοῦ μέτρ.) πτολ-, οῦ, ὁ· (πολεμίζω)· ― ὡς καὶ νῦν, αἰχμητὴν τ’ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστὴν Ἰλ. Ε. 602, κ. ἀλλ., Πίνδ., κτλ.· πτολ-, Ἰλ. Χ. 132. ΙΙ. π. ἵππος, πολεμικὸς ἵππος, ὁ παρὰ Οὐεργιλίῳ bellator equus, Διόδ. 2. 11, πρβλ. Στράβ. 698· ἵπποι π., εἶναι πιθανῶς ἵπποι τῶν ἱπποδρομικῶν ἀγώνων ὡς εἰς πόλεμον ηὐτρεπισμένοι, διότι ὑπῆρχε τιοοῦτον ἀγώνισμα, Θεόκρ. 15. 51, πρβλ. Φώτ. ἐν λ., Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 104.

English (Autenrieth)

warrior. (Il. and Od. 24.499.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, επικ. τ. πτολεμιστής, Α, θηλ. πολεμίστρια, ΝΑ, θηλ. πτολεμιστρίς, -ίδος, Μ πολεμίζω
αυτός που μετέχει στον πόλεμο, αυτός που πολεμά, ο μαχητής
αρχ.
φρ. «πολεμιστὴς ἵππος»
i) πολεμικός ίππος
ii) πιθ. ίππος ιπποδρομικών αγώνων.

Greek Monotonic

πολεμιστής: Επικ. πτολ-, -οῦ, ὁ (πολεμίζω),·
I. πολεμιστής, μαχητής, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ. κ.λπ.
II. πολεμιστὴς ἵππος, πολεμικό άλογο, πολεμικός ίππος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πολεμιστής:
I эп. тж. πτολεμιστής, οῦ ὁ воин, боец Hom., Pind.
οῦ adj. m боевой (ἵππος Theocr., Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεμιστής -οῦ, ὁ, poët. πτολεμιστής [πολεμίζω] subst. krijger. adj. strijd-:. πολεμιστὴς ἵππος strijdros Plut. CMa 1.1.

Middle Liddell

πολεμίζω
I. a warrior, combatant, Il., Pind., etc.
II. π. ἵππος a war-horse, charger, Theocr.