λιπυρία: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
mNo edit summary |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιπυρία]] και [[λειπυρία]], ιων. τ. λιπυρίη, ἡ (Α)<br />[[κακοήθης]] διαλείπων [[πυρετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπο</i>-[[πυρία]] (<span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>[[ο]]- <span style="color: red;">+</span> [[πυρία]] [<span style="color: red;"><</span> -<i>πυρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>]), | |mltxt=[[λιπυρία]] και [[λειπυρία]], ιων. τ. λιπυρίη, ἡ (Α)<br />[[κακοήθης]] διαλείπων [[πυρετός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπο</i>-[[πυρία]] (<span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>[[ο]]- <span style="color: red;">+</span> [[πυρία]] [<span style="color: red;"><</span> -<i>πυρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>]), [[πρβλ]]. <i>εμ</i>-[[πυρία]]. Η σίγηση του -<i>πο</i>- με [[απλολογία]] ([[πρβλ]]. [[αμφιφορεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[αμφορεύς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:33, 23 August 2021
English (LSJ)
Ion. λιπυρίη, ἡ, for λιποπυρία,
A a malignant intermittent fever, Hp.Judic.11:—also λιπύριον, τό, Id.Morb.2.51:—hence λιπυρίας, ου, ὁ, one who suffers from λιπυρία, Gal.17(2).728, cf. 18(2).121, Ps.-Gal.19.399:—Adj. λειπυρικός (leg. λιπυρικός), ή, όν, like λιπυρία, Hp.Coac. 117; λιπυριώδης, ες, of the nature of λιπυρία, πυρετός Id.Ep.21.
Greek (Liddell-Scott)
λιπυρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀντὶ λιπο-πυρία, κακοήθης τις διαλείπων πυρετός, Ἱππ. 53. 15 κἑξ., 467. 10· οὕτω λιπύριον, τό, αὐτόθι 479. 20· ― ἀλλὰ παρὰ Γαλην., Ἀετ., κλ., λιπυρίας ἢ λειπυρίας (ἐξυπ. πυρετός), ὁ· ― ἐπίθ. λειπυρικός, (γραπτέον λιπυρικός), ή, όν, ὡς τὸ λιπυρία, Ἱππ. 134Ε· λιπυριώδης, ες, (εἶδος) ἐκ τῆς φύσεως τῆς λιπυρίας, τοῦ πυρετοῦ, ὁ αὐτ. 1288. 19.
Greek Monolingual
λιπυρία και λειπυρία, ιων. τ. λιπυρίη, ἡ (Α)
κακοήθης διαλείπων πυρετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπο-πυρία (< λιπο- + πυρία [< -πυρος < πῦρ]), πρβλ. εμ-πυρία. Η σίγηση του -πο- με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς < αμφορεύς)].