επισείω: Difference between revisions
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπισείω]]) [[σείω]]<br />[[σείω]], [[κουνώ]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κυρίως]] για εκφοβισμό («[[Ζεύς]]... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾱσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ἐπισείομαι</i><br /><b>1.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[απομακρύνω]], [[διώχνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>απόλ.</b> (για [[άγαλμα]]) [[παρουσιάζομαι]], [[φαίνομαι]] [[απειλητικός]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[κάτι]], [[βάζω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε κάποιον («φόβους ἐπέσεισε τῇ βουλῇ», Λιβάν.)<br /><b>3.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]], [[ερεθίζω]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι («ἄχρις ἂν οἱ πολέμιοι τοῖς τείχεσι ἐπισείωσι», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>5.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]] [[ελαφρά]] [[πάνω]] σε [[άλλο]], [[χαϊδεύω]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπισείω]] τήν | |mltxt=(AM [[ἐπισείω]]) [[σείω]]<br />[[σείω]], [[κουνώ]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κυρίως]] για εκφοβισμό («[[Ζεύς]]... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾱσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ἐπισείομαι</i><br /><b>1.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[απομακρύνω]], [[διώχνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>απόλ.</b> (για [[άγαλμα]]) [[παρουσιάζομαι]], [[φαίνομαι]] [[απειλητικός]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[κάτι]], [[βάζω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε κάποιον («φόβους ἐπέσεισε τῇ βουλῇ», Λιβάν.)<br /><b>3.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]], [[ερεθίζω]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι («ἄχρις ἂν οἱ πολέμιοι τοῖς τείχεσι ἐπισείωσι», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>5.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]] [[ελαφρά]] [[πάνω]] σε [[άλλο]], [[χαϊδεύω]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπισείω]] τήν χεῖρα» — [[κουνώ]] το [[χέρι]] για να δείξω [[συναίνεση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 8 May 2022
Greek Monolingual
(AM ἐπισείω) σείω
σείω, κουνώ κάτι εναντίον κάποιου, κυρίως για εκφοβισμό («Ζεύς... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾱσιν», Ομ. Ιλ.)
μσν.
μέσ. ἐπισείομαι
1. κουνώ κάτι
2. απομακρύνω, διώχνω
αρχ.
1. απόλ. (για άγαλμα) παρουσιάζομαι, φαίνομαι απειλητικός
2. προκαλώ κάτι, βάζω κάτι μέσα σε κάποιον («φόβους ἐπέσεισε τῇ βουλῇ», Λιβάν.)
3. παρακινώ, προτρέπω, ερεθίζω
4. (αμτβ.) προσβάλλω, επιτίθεμαι («ἄχρις ἂν οἱ πολέμιοι τοῖς τείχεσι ἐπισείωσι», Διόδ. Σικ.)
5. κουνώ κάτι ελαφρά πάνω σε άλλο, χαϊδεύω
6. φρ. «ἐπισείω τήν χεῖρα» — κουνώ το χέρι για να δείξω συναίνεση.