ειρήνη: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[εἰρήνη]])<br /><b>1.</b> [[κατάσταση]] ηρεμίας και φιλικής σχέσης [[μεταξύ]] ατόμων, ομάδων, κρατών («οι τόποι επερνούσαν με ειρήνην», «εν [[καιρώ]] ειρήνης»)<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[συνθήκη]] για τον τερματισμό του πολέμου («η [[υπογραφή]] της ειρήνης [[μεταξύ]] δύο κρατών», «ποιήσαντες εἰρήνην [[μετὰ]] τῶν ἐν τῷ κάστρῳ», «εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις»)<br /><b>3.</b> [[γαλήνη]], [[ηρεμία]] (α. «ἔζησε ἐν εἰρήνῃ» β. «ἐν εἰρήνῃ» [[[συνήθως]] επιτάφια [[επιγραφή]]]<br />γ. «[[εἰρήνη]] καὶ [[ἔλεος]] [[παρά]] Θεοῡ»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἄγγελος]] εἰρήνης» — [[προστάτης]] [[άγγελος]] που παρέχει ψυχική [[γαλήνη]]<br /><b>2.</b> «Θεὸς εἰρήνης» — ο Θεός που διδάσκει τους ανθρώπους να έχουν [[ειρήνη]] [[μεταξύ]] τους<br /><b>3.</b> «λόγοι εἰρήνης» — συμφιλιωτικοί λόγοι<br /><b>4.</b> «εἰς ὁδὸν εἰρήνης» — [[συνήθης]] [[ευχή]] αποχαιρετισμού εκ μέρους επισκόπου, ηγουμένου, πρωθιερέα κ.λπ. [[προς]] κατώτερό του κληρικό ή [[προς]] λαϊκό·|| <b>νεοελλ.</b> <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «το [[δέντρο]] της ειρήνης» — η [[ελιά]]<br /><b>2.</b> «ρωμαϊκή [[ειρήνη]]» — η [[ειρήνη]] που επιβλήθηκε στους λαούς της Μεσογείου από τα ρωμαϊκά στρατεύματα [[κατά]] τους δύο πρώτους αιώνες της αυτοκρατορικής περιόδου<br /><b>3.</b> «[[διατάραξη]] της ειρήνης τών πολιτών, της κοινής ειρήνης, της θρησκευτικής ειρήνης» — η [[διέγερση]] ανησυχίας ή φόβου στους πολίτες με τη [[χρησιμοποίηση]] απειλών ή της τελέσεως θρησκευτικών ακολουθιών με φωνές, βρισιές κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><i>η Εἰρήνη</i><br />[[θεοποίηση]] της ειρήνης, προσωποποιημένη η [[ειρήνη]], [[κόρη]] του [[Διός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολ. Ως αρχικό θ. της λέξεως θεωρήθηκε τ. <i>ῑρ</i>-, που στην αττική διάλεκτο θα αποδόθηκε ως <i>ειρ</i>-. Το [[επίθημα]] -<i>ηνη</i>- που απαντά στη [[λέξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αθήνη</i>, [[Μυκήνη]], [[αλλά]] και λέξεις που αναφέρονται στον πολιτισμό όπως [[σαγήνη]], [[γλήνη]]) καθιστά πιθανή την προελληνική [[προέλευση]] του τύπου [[ειρήνη]]. Εξάλλου, οι τ. σε -<i>ρᾱνᾱ</i> θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως υπερδιαλεκτισμοί. Ο αττ. τ. [[ειρήνη]] έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη [[λογοτεχνία]], ενώ οι διαφορετικοί διαλεκτικοί τύποι (<b>[[πρβλ]].</b> δωρ. <i>ιρᾱνᾱ</i>, θεσσ. <i>ιρείνα</i>, δελφ. <i>ειρήνα</i>) θεωρήθηκαν δάνειες λέξεις από τον ιων.-αττ. [[ειρήνη]]].
|mltxt=η (AM [[εἰρήνη]])<br /><b>1.</b> [[κατάσταση]] ηρεμίας και φιλικής σχέσης [[μεταξύ]] ατόμων, ομάδων, κρατών («οι τόποι επερνούσαν με ειρήνην», «εν [[καιρώ]] ειρήνης»)<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[συνθήκη]] για τον τερματισμό του πολέμου («η [[υπογραφή]] της ειρήνης [[μεταξύ]] δύο κρατών», «ποιήσαντες εἰρήνην [[μετὰ]] τῶν ἐν τῷ κάστρῳ», «εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις»)<br /><b>3.</b> [[γαλήνη]], [[ηρεμία]] (α. «ἔζησε ἐν εἰρήνῃ» β. «ἐν εἰρήνῃ» [[[συνήθως]] επιτάφια [[επιγραφή]]]<br />γ. «[[εἰρήνη]] καὶ [[ἔλεος]] [[παρά]] Θεοῡ»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[ἄγγελος]] εἰρήνης» — [[προστάτης]] [[άγγελος]] που παρέχει ψυχική [[γαλήνη]]<br /><b>2.</b> «Θεὸς εἰρήνης» — ο Θεός που διδάσκει τους ανθρώπους να έχουν [[ειρήνη]] [[μεταξύ]] τους<br /><b>3.</b> «λόγοι εἰρήνης» — συμφιλιωτικοί λόγοι<br /><b>4.</b> «εἰς ὁδὸν εἰρήνης» — [[συνήθης]] [[ευχή]] αποχαιρετισμού εκ μέρους επισκόπου, ηγουμένου, πρωθιερέα κ.λπ. [[προς]] κατώτερό του κληρικό ή [[προς]] λαϊκό·|| <b>νεοελλ.</b> <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «το [[δέντρο]] της ειρήνης» — η [[ελιά]]<br /><b>2.</b> «ρωμαϊκή [[ειρήνη]]» — η [[ειρήνη]] που επιβλήθηκε στους λαούς της Μεσογείου από τα ρωμαϊκά στρατεύματα [[κατά]] τους δύο πρώτους αιώνες της αυτοκρατορικής περιόδου<br /><b>3.</b> «[[διατάραξη]] της ειρήνης τών πολιτών, της κοινής ειρήνης, της θρησκευτικής ειρήνης» — η [[διέγερση]] ανησυχίας ή φόβου στους πολίτες με τη [[χρησιμοποίηση]] απειλών ή της τελέσεως θρησκευτικών ακολουθιών με φωνές, βρισιές κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><i>η Εἰρήνη</i><br />[[θεοποίηση]] της ειρήνης, προσωποποιημένη η [[ειρήνη]], [[κόρη]] του [[Διός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολ. Ως αρχικό θ. της λέξεως θεωρήθηκε τ. <i>ῑρ</i>-, που στην αττική διάλεκτο θα αποδόθηκε ως <i>ειρ</i>-. Το [[επίθημα]] -<i>ηνη</i>- που απαντά στη [[λέξη]] ([[πρβλ]]. <i>Αθήνη</i>, [[Μυκήνη]], [[αλλά]] και λέξεις που αναφέρονται στον πολιτισμό όπως [[σαγήνη]], [[γλήνη]]) καθιστά πιθανή την προελληνική [[προέλευση]] του τύπου [[ειρήνη]]. Εξάλλου, οι τ. σε -<i>ρᾱνᾱ</i> θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως υπερδιαλεκτισμοί. Ο αττ. τ. [[ειρήνη]] έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη [[λογοτεχνία]], ενώ οι διαφορετικοί διαλεκτικοί τύποι ([[πρβλ]]. δωρ. <i>ιρᾱνᾱ</i>, θεσσ. <i>ιρείνα</i>, δελφ. <i>ειρήνα</i>) θεωρήθηκαν δάνειες λέξεις από τον ιων.-αττ. [[ειρήνη]]].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (AM εἰρήνη)
1. κατάσταση ηρεμίας και φιλικής σχέσης μεταξύ ατόμων, ομάδων, κρατών («οι τόποι επερνούσαν με ειρήνην», «εν καιρώ ειρήνης»)
2. συμφωνία, συνθήκη για τον τερματισμό του πολέμου («η υπογραφή της ειρήνης μεταξύ δύο κρατών», «ποιήσαντες εἰρήνην μετὰ τῶν ἐν τῷ κάστρῳ», «εἰρήνην ποιεῖν Ἀρμενίοις καὶ Χαλδαίοις»)
3. γαλήνη, ηρεμία (α. «ἔζησε ἐν εἰρήνῃ» β. «ἐν εἰρήνῃ» [[[συνήθως]] επιτάφια επιγραφή]
γ. «εἰρήνη καὶ ἔλεος παρά Θεοῡ»)
μσν.- νεοελλ.
φρ.
1. «ἄγγελος εἰρήνης» — προστάτης άγγελος που παρέχει ψυχική γαλήνη
2. «Θεὸς εἰρήνης» — ο Θεός που διδάσκει τους ανθρώπους να έχουν ειρήνη μεταξύ τους
3. «λόγοι εἰρήνης» — συμφιλιωτικοί λόγοι
4. «εἰς ὁδὸν εἰρήνης» — συνήθης ευχή αποχαιρετισμού εκ μέρους επισκόπου, ηγουμένου, πρωθιερέα κ.λπ. προς κατώτερό του κληρικό ή προς λαϊκό·