φιάλλω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ἐφιάλλω]] Α<br /><b>1.</b> [[αναλαμβάνω]], [[επιχειρώ]] [[κάτι]] («[[ὅπως]] ἕργῳ φιαλοῡμεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>) «φιαλεῖν μὲν [[κυρίως]] τὸ τῇ φιάλῃ πίνειν, νῡν δ' [[ἴσως]] καὶ κακεμφάτως».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. μέλλ. <i>φιαλεῖς</i>, <i>φιαλοῦμεν</i>, που απαντούν στον <b>Αριστοφ.</b>, έχουν θεωρηθεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], συντμ. τ. μέλλ. του [[ἐφιάλλω]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐπὶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἱάλλω</i> «[[ρίχνω]], [[εκτοξεύω]], [[στέλνω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[ιάλλω]])].
|mltxt=και [[ἐφιάλλω]] Α<br /><b>1.</b> [[αναλαμβάνω]], [[επιχειρώ]] [[κάτι]] («[[ὅπως]] ἕργῳ φιαλοῡμεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>) «φιαλεῖν μὲν [[κυρίως]] τὸ τῇ φιάλῃ πίνειν, νῦν δ' [[ἴσως]] καὶ κακεμφάτως».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. μέλλ. <i>φιαλεῖς</i>, <i>φιαλοῦμεν</i>, που απαντούν στον <b>Αριστοφ.</b>, έχουν θεωρηθεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], συντμ. τ. μέλλ. του [[ἐφιάλλω]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἐπὶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἱάλλω</i> «[[ρίχνω]], [[εκτοξεύω]], [[στέλνω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[ιάλλω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:05, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐάλλω Medium diacritics: φιάλλω Low diacritics: φιάλλω Capitals: ΦΙΑΛΛΩ
Transliteration A: phiállō Transliteration B: phiallō Transliteration C: fiallo Beta Code: fia/llw

English (LSJ)

fut. φῐᾰλῶ, A undertake, take in hand, set about a thing, found twice in codd. of Ar., οὐδὲ φιαλεῖς V.1348; ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Pax432: acc. to Eust.1403.16 it is shortd. for ἐφιάλλω; hence Bentley restored οὐδ' ἐφιαλεῖς and ἔργῳ 'φιαλοῦμεν.

German (Pape)

[Seite 1273] eine Sache anfassen, anfangen, Hand anlegen; nur οὐδὲ φιαλεῖς Ar. Vesp. 1348 u. ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Pax 424; nach Eust. abgekürzte Form für ἐφιάλλω, also eigtl. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν zu schreiben; Schol. Ar. erkl. ἐπιβαλεῖς, ἐπιβαλοῦμεν· φιαλεῖν γὰρ (also als praes. genommen) τὸ ἄρ χεσθαι τοῦ πράγματος; unpassende Glosse τὸ τῇ φιάλῃ πιεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

φιάλλω: μέλλ. φιᾰλῶ, ἀναλαμβάνω, ἐπιχεριῶ τι, ἀρχίζω νὰ κάμω τι· εὕρηται μόνον δὶς καὶ μόνον κατὰ μέλλοντα, οὐδὲ φιαλεῖς Ἀριστοφ. Σφ. 1348 ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Ἀριστοφ. Εἰρ. 432. Κατὰ τὸν Εὐστ. 1403. 20 κἑξ., εἶναι συντετμημένος τύπος τοῦ ἐφιάλλω· εἰ οὕτως ἔχει, γραπτέον ’φιαλεῖς ’φιαλοῦμεν, ἴδε Brunck. (παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀριστοφ. Σφ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

f. φιαλῶ;
mettre la main à, entreprendre, τινι.
Étymologie:.

Greek Monolingual

και ἐφιάλλω Α
1. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτιὅπως ἕργῳ φιαλοῡμεν», Αριστοφ.)
2. (Σχόλ. Αριστοφ.) «φιαλεῖν μὲν κυρίως τὸ τῇ φιάλῃ πίνειν, νῦν δ' ἴσως καὶ κακεμφάτως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μέλλ. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν, που απαντούν στον Αριστοφ., έχουν θεωρηθεί, κατά μία άποψη, συντμ. τ. μέλλ. του ἐφιάλλω < ἐπὶ + ἱάλλω «ρίχνω, εκτοξεύω, στέλνω» (βλ. και λ. ιάλλω)].

Greek Monotonic

φῐάλλω: μέλ. φιᾰλῶ, αναλαμβάνω, αρχίζω να κάνω ένα πράγμα, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

φιάλλω: (только fut. φιᾰλῶ) приступать, приниматься: οὐκ ἀποδώσεις οὐδὲ φιαλεῖς Arph. ты не уплатишь долга, да и не попытаешься; ὕπεχε τὴν φιάλην, ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Arph. протяни чашу (для возлияний), и приступим к делу.

Middle Liddell

φιάλλω,
to undertake, set about a thing, Ar. [deriv. uncertain]