Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στομώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - " »" to "»")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=στομῶ, -όω, ΝΜΑ [[στόμα]]<br />[[βυθίζω]] πυρακτωμένο [[εργαλείο]] από σίδηρο σε [[νερό]] για να γίνει ανθεκτικότερο ή [[καλύπτω]] τις ακμές του με χάλυβα, κν. [[βάφω]] (α. «[[στομώνω]] την [[αξίνα]]» β. «[[ἔγχος]] ἐστομωμένον», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] αμβλύτερος, λιγότερο [[κοφτερός]] («στόμωσε το [[μαχαίρι]] και δεν κόβει καλά»)<br /><b>2.</b> [[αποστομώνω]] κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να σωπάσει («τον στόμωσε με τις βρισιές της»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[αμβλύνω]] [[εργαλείο]], το [[κάνω]] λιγότερο κοφτερό («στόμωσα το [[ψαλίδι]] κόβοντας χαρτόνια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φιμώνω]], [[κλείνω]] το [[στόμα]] κάποιου («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῑρας [[ὀπίσω]] δήσαντες καὶ στομώσαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανοίγω]] [[στόμιο]], [[δημιουργώ]] [[άνοιγμα]] («λιμένα στομοῦν
|mltxt=στομῶ, -όω, ΝΜΑ [[στόμα]]<br />[[βυθίζω]] πυρακτωμένο [[εργαλείο]] από σίδηρο σε [[νερό]] για να γίνει ανθεκτικότερο ή [[καλύπτω]] τις ακμές του με χάλυβα, κν. [[βάφω]] (α. «[[στομώνω]] την [[αξίνα]]» β. «[[ἔγχος]] ἐστομωμένον», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] αμβλύτερος, λιγότερο [[κοφτερός]] («στόμωσε το [[μαχαίρι]] και δεν κόβει καλά»)<br /><b>2.</b> [[αποστομώνω]] κάποιον, τον [[αναγκάζω]] να σωπάσει («τον στόμωσε με τις βρισιές της»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[αμβλύνω]] [[εργαλείο]], το [[κάνω]] λιγότερο κοφτερό («στόμωσα το [[ψαλίδι]] κόβοντας χαρτόνια»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φιμώνω]], [[κλείνω]] το [[στόμα]] κάποιου («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῑρας [[ὀπίσω]] δήσαντες καὶ στομώσαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανοίγω]] [[στόμιο]], [[δημιουργώ]] [[άνοιγμα]] («λιμένα στομοῦν», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[διάνοιξη]] με [[χειρουργική]] [[επέμβαση]] ή με φάρμακα σε όργανο που έχει πάθει [[στένωση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[προλέγω]]<br /><b>5.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ικανότερο στο να μιλάει, του [[μαθαίνω]] να χρησιμοποιεί με [[ευστροφία]] τον λόγο<br /><b>6.</b> [[ασκώ]], [[εκπαιδεύω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[σχηματίζω]] φραγμό («άκοντισταῖς τήν ούραγίαν και τὰς πλευρὰς στομοῦν», <b>Πλούτ.</b>).
», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[διάνοιξη]] με [[χειρουργική]] [[επέμβαση]] ή με φάρμακα σε όργανο που έχει πάθει [[στένωση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[προλέγω]]<br /><b>5.</b> [[καθιστώ]] κάποιον ικανότερο στο να μιλάει, του [[μαθαίνω]] να χρησιμοποιεί με [[ευστροφία]] τον λόγο<br /><b>6.</b> [[ασκώ]], [[εκπαιδεύω]] κάποιον σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> [[σχηματίζω]] φραγμό («άκοντισταῖς τήν ούραγίαν και τὰς πλευρὰς στομοῦν
», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 17:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

στομῶ, -όω, ΝΜΑ στόμα
βυθίζω πυρακτωμένο εργαλείο από σίδηρο σε νερό για να γίνει ανθεκτικότερο ή καλύπτω τις ακμές του με χάλυβα, κν. βάφω (α. «στομώνω την αξίνα» β. «ἔγχος ἐστομωμένον», επιγρ.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) γίνομαι αμβλύτερος, λιγότερο κοφτερός («στόμωσε το μαχαίρι και δεν κόβει καλά»)
2. αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει («τον στόμωσε με τις βρισιές της»)
νεοελλ.-μσν.
(μτβ.) αμβλύνω εργαλείο, το κάνω λιγότερο κοφτερό («στόμωσα το ψαλίδι κόβοντας χαρτόνια»)
αρχ.
1. φιμώνω, κλείνω το στόμα κάποιου («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῑρας ὀπίσω δήσαντες καὶ στομώσαντες», Ηρόδ.)
2. ανοίγω στόμιο, δημιουργώ άνοιγμα («λιμένα στομοῦν», Πολυδ.)
3. κάνω διάνοιξη με χειρουργική επέμβαση ή με φάρμακα σε όργανο που έχει πάθει στένωση
4. μτφ. προλέγω
5. καθιστώ κάποιον ικανότερο στο να μιλάει, του μαθαίνω να χρησιμοποιεί με ευστροφία τον λόγο
6. ασκώ, εκπαιδεύω κάποιον σε κάτι
7. σχηματίζω φραγμό («άκοντισταῖς τήν ούραγίαν και τὰς πλευρὰς στομοῦν», Πλούτ.).