δέργμα: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
mNo edit summary |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δέργμα]] (-ατος), το (Α) [[δέρκομαι]]<br /><b>1.</b> το [[βλέμμα]], η [[ματιά]] ( | |mltxt=[[δέργμα]] (-ατος), το (Α) [[δέρκομαι]]<br /><b>1.</b> το [[βλέμμα]], η [[ματιά]] («κυανοῦν λεύσσων [[δέργμα]] δράκοντος» — έχοντας το [[βλέμμα]] του δράκοντα)<br /><b>2.</b> αυτό που βλέπει [[κανείς]], η θέα. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=δέργμα -ατος, τό [δέρκομαι] blik. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δέρκομαι]]<br />a [[look]], [[glance]], Aesch., Eur. | |mdlsjtxt=[[δέρκομαι]]<br />a [[look]], [[glance]], Aesch., Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:29, 27 March 2021
English (LSJ)
ατος, τό, (δέρκομαι) A look, glance, κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος looking the look of... A.Pers.82, cf. E.Med.187, ect. II thing seen, sight, Orph.L.339.
German (Pape)
[Seite 548] τό, der Blick, Anblick, Aesch. Pers. 82; Eur. Hec. 1251 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
δέργμα: τό, (δέρκομαι) βλέμμα, “'ματιά”, κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος, ἔχων τὸ βλέμμα …, βλέπων ὡς …, Αἰσχύλ. Πέρσ. 83, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 187, κτλ.· - παρ᾿ Ἡσυχ. ὡσαύτως δεργμός, οῦ, ὁ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
regard.
Étymologie: δέρκομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 mirada penetrante κυάνεον ... φονίου δράκοντος A.Pers.82, cf. Orph.L.339, τοκάδος δ. λεαίνης E.Med.187.
2 plu. ojos de mirada penetrante δεργμάτων κόραι E.Ph.660, cf. 870, Hec.1265, Hipp.1217.
Greek Monolingual
δέργμα (-ατος), το (Α) δέρκομαι
1. το βλέμμα, η ματιά («κυανοῦν λεύσσων δέργμα δράκοντος» — έχοντας το βλέμμα του δράκοντα)
2. αυτό που βλέπει κανείς, η θέα.
Greek Monotonic
δέργμα: -ατος, τό (δέρκομαι), ματιά, γρήγορο βλέμμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δέργμα: ατος τό взгляд, взор Aesch., Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέργμα -ατος, τό [δέρκομαι] blik.