λαοξόος: Difference between revisions
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λᾱοξόος:''' ὁ камнерез, резчик по камню Sext., Anth. | |elrutext='''λᾱοξόος:''' ὁ [[камнерез]], [[резчик по камню]] Sext., Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 23 August 2022
English (LSJ)
A sculptor, Ptol.Tetr.179, IG3.1308:—also λαξόος (q.v.); λααξός, stone-cutter, PCair.Zen.172 (iii B. C.); λαξός, ib.176 (iii B. C.), PTeb.121.13 (i B. C.), etc.:—Adj. λαοξοϊκός, ή, όν, σκεῦος Hsch.s.v. ὄρυξ, cf. Vett.Val.11.14.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοξόος: ὁ, (λᾶας, ξέω) λιθοξόος, γλύπτης, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 8, Ἀνθ. Π. παράρτ. 305· ― Ἐπίθ. λᾱοξοϊκός, ή, όν, Ἡσύχ. ἐν λ. ὄρυξ.
Greek Monolingual
λαοξόος και λαξόος και λααξός και λαξός, ὁ (Α)
λιθοξόος, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + -ξόος (< ξέω), πρβλ. δορυ-ξόος, λιθο-ξόος. Ο τ. λαξόος < λααξόος με συναίρεση. Ο τ. λααξός < λᾶας + -ξόος με συναίρεση τών δύο -ο- και ο τ. λαξός με συναίρεση και τών -α- και τών -ο-].
Russian (Dvoretsky)
λᾱοξόος: ὁ камнерез, резчик по камню Sext., Anth.