μονομερίς: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>επίρρ.</b> σε μία μόνη [[μέρα]], [[μέσα]] στην [[ίδια]] [[μέρα]], [[αυθημερόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μέρα]] [[κατά]] τα επιρρμ. σε -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. <i>αποβραδ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=<b>επίρρ.</b> σε μία μόνη [[μέρα]], [[μέσα]] στην [[ίδια]] [[μέρα]], [[αυθημερόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μέρα]] [[κατά]] τα επιρρμ. σε -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. [[αποβραδίς]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 13 May 2023

Greek Monolingual

επίρρ. σε μία μόνη μέρα, μέσα στην ίδια μέρα, αυθημερόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + μέρα κατά τα επιρρμ. σε -ίς (πρβλ. αποβραδίς)].