ψάλσιμο: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[ψάλλω]], το να ψάλλει [[κανείς]] θρησκευτικούς ύμνους<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[τρόπος]] εκτέλεσης αυτών τών ύμνων («το [[ψάλσιμο]] του παπά»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συνεχής]] και επίμονη [[μεμψιμοιρία]], [[κλάψα]]<br />β) δριμεία [[επίπληξη]], αυστηρή [[παρατήρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σιμο</i> ([[πρβλ]]. <i>φέρ</i>-<i>σιμο</i>)].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[ψάλλω]], το να ψάλλει [[κανείς]] θρησκευτικούς ύμνους<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[τρόπος]] εκτέλεσης αυτών τών ύμνων («το [[ψάλσιμο]] του παπά»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συνεχής]] και επίμονη [[μεμψιμοιρία]], [[κλάψα]]<br />β) δριμεία [[επίπληξη]], αυστηρή [[παρατήρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σιμο</i> ([[πρβλ]]. [[φέρσιμο]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 13 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια του ψάλλω, το να ψάλλει κανείς θρησκευτικούς ύμνους
2. συνεκδ. ο τρόπος εκτέλεσης αυτών τών ύμνων («το ψάλσιμο του παπά»)
3. μτφ. α) συνεχής και επίμονη μεμψιμοιρία, κλάψα
β) δριμεία επίπληξη, αυστηρή παρατήρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω + κατάλ. -σιμο (πρβλ. φέρσιμο)].