εὔφραστος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔφραστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ευκολοπρόφερτος]], και κατ' επέκτ. [[ευνόητος]], [[κατανοητός]], [[καταληπτός]] («δεῑ εὐανάγνωστον [[εἶναι]] τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φραστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] «[[ομιλώ]], [[λέγω]]»), [[πρβλ]]. [[άφραστος]], [[πολύφραστος]]].
|mltxt=[[εὔφραστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ευκολοπρόφερτος]], και κατ' επέκτ. [[ευνόητος]], [[κατανοητός]], [[καταληπτός]] («δεῖ εὐανάγνωστον [[εἶναι]] τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σαφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φραστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] «[[ομιλώ]], [[λέγω]]»), [[πρβλ]]. [[άφραστος]], [[πολύφραστος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 27 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔφραστος Medium diacritics: εὔφραστος Low diacritics: εύφραστος Capitals: ΕΥΦΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: eúphrastos Transliteration B: euphrastos Transliteration C: eyfrastos Beta Code: eu)/frastos

English (LSJ)

ον, (φράζω) A easy to make intelligible, Arist.Rh.1407b12; distinct, ὀπωπή D.P.171.

German (Pape)

[Seite 1107] leicht zu bemerken, wahrzunehmen, ὀπωπή D. Per. 171; leicht zu verstehen, oder leicht auszusprechen, neben δεῖ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον Arist. rhet. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à expliquer, à exprimer.
Étymologie: εὖ, φράζω.

Greek Monolingual

εὔφραστος, -ον (Α)
1. ευκολοπρόφερτος, και κατ' επέκτ. ευνόητος, κατανοητός, καταληπτός («δεῖ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», Αριστοτ.)
2. σαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φραστος (< φράζω «ομιλώ, λέγω»), πρβλ. άφραστος, πολύφραστος].

Greek Monotonic

εὔφραστος: -ον (φράζω), εύκολος στην προφορά ή στην έκφραση, ευπρόφερτος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὔφραστος: легко выразимый, удобопроизносимый (τὸ γεγραμμένον Arst.).

Middle Liddell

εὔ-φραστος, ον φράζω
easy to speak or utter, Arist.