βούτης: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0460.png Seite 460]] ὁ, der Ochsenhirt, Tragg., z. B. Aesch. Prom. 569; Eur. Hec. 646; Theocr. βώτας, z. B. 1, 80. – Adj. [[φόνος]], Rindermord, Eur. Hipp. 537, = [[ἑκατόμβη]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0460.png Seite 460]] ὁ, der Ochsenhirt, Tragg., z. B. Aesch. Prom. 569; Eur. Hec. 646; Theocr. βώτας, z. B. 1, 80. – Adj. [[φόνος]], Rindermord, Eur. Hipp. 537, = [[ἑκατόμβη]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui concerne les bœufs, de bœuf ; ὁ [[βούτης]] bouvier.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βούτης''': -ου, Δωρ. βούτας ἢ (παρὰ Θεοκρ.) [[βώτας]], α, ὁ, ([[βοῦς]]) [[βουκόλος]], Αἰσχύλ. Πρ. 569, Ἀγ. 719, Εὐρ. Ἀνδρ. 280, Θεόκρ. 1. 80, κτλ.· - ὡς ἐπίθ., βούτ. [[φόνος]], σφαγὴ βοῶν, Εὐρ. Ἱππ. 537. | |lstext='''βούτης''': -ου, Δωρ. βούτας ἢ (παρὰ Θεοκρ.) [[βώτας]], α, ὁ, ([[βοῦς]]) [[βουκόλος]], Αἰσχύλ. Πρ. 569, Ἀγ. 719, Εὐρ. Ἀνδρ. 280, Θεόκρ. 1. 80, κτλ.· - ὡς ἐπίθ., βούτ. [[φόνος]], σφαγὴ βοῶν, Εὐρ. Ἱππ. 537. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ου, Dor. βούτας α, ὁ, (βοῦς) A herdsman, A.Pr.568 (lyr.), E.Andr.280 (lyr.), Theoc.1.80, AP6.255 (Eryc.), etc.:—as Adj., βούτης φόνος = the slaughter of kine, E.Hipp.537. II = ὀρίγανος (Cydonia), Hsch.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, der Ochsenhirt, Tragg., z. B. Aesch. Prom. 569; Eur. Hec. 646; Theocr. βώτας, z. B. 1, 80. – Adj. φόνος, Rindermord, Eur. Hipp. 537, = ἑκατόμβη.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui concerne les bœufs, de bœuf ; ὁ βούτης bouvier.
Étymologie: βοῦς.
Greek (Liddell-Scott)
βούτης: -ου, Δωρ. βούτας ἢ (παρὰ Θεοκρ.) βώτας, α, ὁ, (βοῦς) βουκόλος, Αἰσχύλ. Πρ. 569, Ἀγ. 719, Εὐρ. Ἀνδρ. 280, Θεόκρ. 1. 80, κτλ.· - ὡς ἐπίθ., βούτ. φόνος, σφαγὴ βοῶν, Εὐρ. Ἱππ. 537.
Greek Monolingual
βούτης, ο και δωρ. τ. βούτας και βώτας, ο (Α) βους
1. ο βουκόλος
2. ως επίθ. φρ. «βούταν φόνον» — θυσίες βοδιών.
Greek Monotonic
βούτης: -ου, Δωρ. βούτας ή βώτας, -α, ὁ (βοῦς),
I. βοσκός, αγελαδάρης, σε Αισχύλ., Ευρ., Θεόκρ.
II. ως επίθ., βούτης φόνος, η σφαγή των βοδιών, των αγελάδων, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
βούτης: ου adj. m бычачий: β. φόνος Eur. = ἑκατόμβη.
ου, дор. βούτᾱς, v.l. βώτᾱς, α ὁ волопас, пастух Aesch., Eur., Theocr.
Middle Liddell
βοῦς
I. a herdsman, Aesch., Eur., Theocr.
II. as adj., βούτ. φόνος the slaughter of kine, Eur.