διφυής: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διφυής:''' (pl. n тж. δυφυᾶ)<br /><b class="num">1)</b> имеющий двоякую природу, состоящий из двух существ ([[μιξοπάρθενος]] [[ἔχιδνα]] Her.; [[Κένταυροι]] Soph., Isocr.; [[Πάν]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> двойной, парный (τῶν σπλάγχνων τὰ μὲν μονοφυῆ, τὰ δὲ διφυῆ Arst.; ἱμάτια Plut.; πτέρυγες Anth.). | |elrutext='''διφυής:''' (pl. n тж. δυφυᾶ)<br /><b class="num">1)</b> имеющий двоякую природу, состоящий из двух существ ([[μιξοπάρθενος]] [[ἔχιδνα]] Her.; [[Κένταυροι]] Soph., Isocr.; [[Πάν]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[двойной]], [[парный]] (τῶν σπλάγχνων τὰ μὲν μονοφυῆ, τὰ δὲ διφυῆ Arst.; ἱμάτια Plut.; πτέρυγες Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [φυή]<br />of [[double]] [[form]], Hdt., Soph. | |mdlsjtxt=<i>adj</i> [φυή]<br />of [[double]] [[form]], Hdt., Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:42, 19 August 2022
English (LSJ)
ές: neut. pl. διφυῆ, also A διφυᾶ Arist. PA669b18 (s.v.l.):—of double nature or form, ἔχιδνα μειξοπάρθενος δ. Hdt.4.9; of Centaurs, S.Tr. 1095, Pherecyd.50 J.; of Pan, Pl.Cra.408d; Κέκροψ, i. e. man and serpent, but expld. as of double sex (Suid.), or of double race (Egyptian and Greek), D.S.1.28; δ. Ἔρως sexual intercourse, Orph.A. 14. 2 generally, twofold, double, κόραι Ion Lyr.16; ὀφρύες Arist. HA491b14; στῆθος διφυὲς μαστοῖς ib.493a12; ἡ τῶν μυκτήρων δύναμις Id.PA657a4; μῦς, of the biceps, Gal.UP13.13; αὐλός Aret.SD2.13.
Greek (Liddell-Scott)
διφυής: -ές, οὐδ. πληθ. διφυῆ, ἀλλὰ διφυᾶ Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 7, 1· ― διπλῆς φύσεως ἤ μορφῆς, ἀντίθ. μονοφυής, ἔχιδνα μιξοπάρθενος δ. Ἡρόδ. 4. 9· ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Σοφ. Τρ. 1095, πρβλ. Valck. Φοίν. 1030· ἐπὶ τοῦ Πανός, Πλάτ. Κρατ. 408D· δ. Κέκροψ, «δίμορφος, τὰ πρὸς ποδῶν δρακοντίδης» Διόδ. 1. 28· ― δ. Ἔρως, ἡ σαρκικὴ συνουσία, Ὀρφ. Ἀργ. 14. 2) καθόλου, διπλοῦς, διμερής, κόραι Ἴων 10 Bgk.· ὀφρύες Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 9, 1· στῆθος διφυές μαστοῖς αὐτόθι 1. 12, 2· ἡ τῶν μυκτήρων δύναμις ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 10, 18· πρβλ. μονοφυής, πολυφυής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de double nature.
Étymologie: δίς, φύω.
Spanish (DGE)
(δῐφυής) -ές
• Morfología: [sg. ac. διφυέα Hdt.4.9, διφυᾶ Plu.2.551e, Cyr.Al.M.68.637B]
I 1de doble naturaleza de diversos seres biformes μειξοπάρθενός τις ἔχιδνα δ. quizá de la diosa escita Tabiti, Hdt.l.c., δ. ... στρατός de los Centauros, S.Tr.1095, cf. Pherecyd.50, Isoc.10.26, D.S.4.8, 70, Ael.VH 9.16, AP 14.52, Nonn.D.14.49, 193, de Pan, Pl.Cra.408d, de los sátiros, Nonn.D.14.104, de Cécrope, mezcla de hombre y serpiente, Clearch.73, Plu.l.c., δ. τέρας de un híbrido de caballo y mula, D.C.47.40.3, gener. ζῴων τ' ἄγρια φῦλα ... διφυῶν Orac.Sib.8.454
•en lit. crist., con ref. a las ideas nestorianas ὁ Εὐνομίου θεὸς δ. τις Gr.Nyss.Eun.3.7.10, δ. γνῶσις Cyr.Al.l.c., op. μονοφυής Leont.H.Nest.M.86.1716D.
2 de doble raza e.e., egipcia y griega, de Petes, padre de Mnesiteo, D.S.1.28, de Coribante, frigio y griego, Orph.H.39.5.
3 andrógino Ἔρως Orph.A.14, H.6.1, 58.4, de la diosa Mise, Orph.H.42.4
•de doble sexo Sud.s.u. Κέκροψ, tb. ref. a Tiresias que cambiaba alternativamente de sexo, Luc.Astr.11, y a la hiena Cyran.2.40.2.
4 bilingüe tb. de Cécrope, por hablar egipcio y griego, Tz.ad Lyc.111.
II 1en plu. dos de los órganos pares διφυεῖς τε κόραι las dos pupilas Io Trag.53, ὀφρύες Arist.HA 491b14, op. μονοφυῆ de ciertas vísceras, Arist.PA 669b14, ταρσοὶ ... διφυεῖς Posidipp.Epigr.19.4, cf. 12.221 (Strat.)
•par, doble ἥ γε πρώτη (χρεία) ... πάντων τῶν διφυῶν ὀργάνων ἥδ' ἔστίν Gal.3.664
•en sg. doble ταρσός AP 12.144 (Mel.), μῦς del bíceps, Gal.4.137, αὐλός del extremo de la trompa del elefante, Aret.SD 2.13.5, σίδηρος Ach.Tat.3.7.8, ζῴδιον Vett.Val.98.27, cf. 113.17
•como distrib. στῆθος δ. μαστοῖς pecho doble con un par de mamas Arist.HA 493a12, ἡ τῶν μυκτήρων δύναμις δ. ἐστιν la capacidad de los dos orificios nasales es doble Arist.PA 657a4
•doble, que consta de dos tipos γένος de los linces, Opp.C.3.84
•neutr. sg. subst. τὸ δ. duplicidad τὸ ... τῆς γνώμης δ. Cyr.Al.M.68.524B.
2 bífido, que tiene dos ramas de las palmeras egipcias, Thphr.HP 2.6.9.
3 nacido dos veces de Dioniso, Orph.H.30.2.
4 agr., sent. dud., prob. doble, de doble altura, que crece el doble de lo normal χόρτος PWarren 10.16 (VI d.C.), χορτόσπερμος δ. καὶ μακροφυής semillas para forraje de doble y de gran altura, Tav.Lign.Cer.10.5 (VII d.C.).
5 mineral., subst. ἡ δ. (sc. λίθος) una piedra preciosa blanca y negra, Plin.HN 37.157.
6 métr.diphyes (pes) ex duabus breuibus et tribus longis temporum octo Diom.481.23.
Greek Monolingual
-ές (AM διφυής, -ές)
1. αυτός που έχει δύο φύσεις, που συνενώνει ανθρώπινα και ζωώδη χαρακτηριστικά (για τους Κενταύρους, τον Πάνα, τη Σφίγγα κ.λπ.)
2. διπλός, διμερής («διφυεῑς κόραι», «διφυεῑς ὀφρύες», «στῆθος διφυὲς μαστοῖς»)
μσν.
(για δέντρο) εκείνο του οποίου ο κορμός διακλαδίζεται σε δύο μεγάλα κλαδιά.
Greek Monotonic
διφυής: -ές (φυή), αυτό που είναι διπλής μορφής, φύσεως, σε Ηρόδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
διφυής: (pl. n тж. δυφυᾶ)
1) имеющий двоякую природу, состоящий из двух существ (μιξοπάρθενος ἔχιδνα Her.; Κένταυροι Soph., Isocr.; Πάν Plat.);
2) двойной, парный (τῶν σπλάγχνων τὰ μὲν μονοφυῆ, τὰ δὲ διφυῆ Arst.; ἱμάτια Plut.; πτέρυγες Anth.).