φαιδρόνους: Difference between revisions
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φαιδρόνους:''' с ясным умом, бодро настроенный Aesch. | |elrutext='''φαιδρόνους:''' [[с ясным умом]], [[бодро настроенный]] Aesch. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φαιδρό-νους, ουν,<br />with [[bright]], [[joyous]] [[mind]], Aesch. | |mdlsjtxt=φαιδρό-νους, ουν,<br />with [[bright]], [[joyous]] [[mind]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ουν, A with bright, joyous mind, light-hearted, A.Ag. 1229(s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1250] ουν, reines, klares, fröhliches Sinnes, Aesch. Ag. 1202.
Greek (Liddell-Scott)
φαιδρόνους: ουν, ὁ ἔχων φαιδρὸν νοῦν, εὔθυμος, οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνὸς λέξασα καὶ κτείνασα φαιδρόνους Αἰσχύλ. Ἀγ. 1229.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
qui a l’âme sereine ou joyeuse.
Étymologie: φαιδρός, νοῦς.
Greek Monolingual
-ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α
1. αυτός που έχει καθαρό μυαλό
2. εύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -νους / -νοος (< νοῦς / νόος), πρβλ. σοφό-νους].
Greek Monotonic
φαιδρόνους: -ουν, με λαμπρό εύθυμο φρόνημα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φαιδρόνους: с ясным умом, бодро настроенный Aesch.