ἱερόχθων: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερόχθων]] και ποιητ. τ. [[ἱρόχθων]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από [[ιερή]] γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χθων]] (<span style="color: red;"><</span> [[χθων]], <i>χθονός</i>), [[πρβλ]]. [[αυτόχθων]], [[ιππόχθων]]].
|mltxt=[[ἱερόχθων]] και ποιητ. τ. [[ἱρόχθων]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από [[ιερή]] γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χθων]] (<span style="color: red;"><</span> [[χθων]], <i>χθονός</i>), [[πρβλ]]. [[αὐτόχθων|αυτόχθων]], [[ἱππόχθων|ιππόχθων]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:38, 29 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόχθων Medium diacritics: ἱερόχθων Low diacritics: ιερόχθων Capitals: ΙΕΡΟΧΘΩΝ
Transliteration A: hieróchthōn Transliteration B: hierochthōn Transliteration C: ierochthon Beta Code: i(ero/xqwn

English (LSJ)

poet. ἱρόχθων, ὁ, ἡ, gen. ονος, of hallowed soil, of sacred earth, βῶλος IG14.1389ii27.

German (Pape)

[Seite 1243] ονος, βῶλος, eine Scholle von heiliger Erde, Herod. Attic. in der Anth. (App. 50, 27).

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόχθων: ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἱερᾶς γῆς, οὐ θέμις ἀμφὶ νέκυσσι βαλεῖν ἱερόχθονα βῶλον Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 27.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui appartient à une terre sacrée.
Étymologie: ἱερός, χθών.

Greek Monolingual

ἱερόχθων και ποιητ. τ. ἱρόχθων, ὁ, ἡ (Α)
επιγρ. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από ιερή γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -χθων (< χθων, χθονός), πρβλ. αυτόχθων, ιππόχθων].

Greek Monotonic

ἱερόχθων: ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, αυτός που προέρχεται από την ιερή γη, έδαφος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερόχθων: ονος adj. принадлежащий к священной земле, т. е. священный (βῶλος Anth.).

Middle Liddell

of hallowed soil, Anth.