ἀπερείδω: Difference between revisions
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπερείδω:''' преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> упирать, устремлять: τὴν ὄψιν πρός τι Luc. вперить взор в кого-л.; med. быть устремленным, покоиться ([[ἔνθα]] ἂν ἡ [[ὄψις]] ἀπερείδῃ Luc.);<br /><b class="num">2)</b> med. упираться, опираться (τινί Plat., Arst., ἔν τινι Xen., εἴς τι Plat., πρός τι Arst. и ἐπί τι Polyb.): εἴς τινα ἀ. Polyb. полагаться на кого-л.; εἰς ἀσφαλὲς ἀπηρεῖσθαι νομίζειν Polyb. считать себя в безопасности;<br /><b class="num">3)</b> med. обращать, направлять, устремлять (ὀργὴν εἴς τινα Polyb.; τοὺς ὀδυρμοὺς ἐπὶ τὴν τύχην Plut.);<br /><b class="num">4)</b> med. складывать (τὴν λείαν εἰς τοιοῦτον τόπον Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> med. возлагать (ἐλπίδας εἴς τινα, τὴν ἄγνοιαν ἐπὶ τοὺς αἰτίους Polyb.). | |elrutext='''ἀπερείδω:''' преимущ. med.<br /><b class="num">1)</b> [[упирать]], [[устремлять]]: τὴν ὄψιν πρός τι Luc. вперить взор в кого-л.; med. быть устремленным, покоиться ([[ἔνθα]] ἂν ἡ [[ὄψις]] ἀπερείδῃ Luc.);<br /><b class="num">2)</b> med. упираться, опираться (τινί Plat., Arst., ἔν τινι Xen., εἴς τι Plat., πρός τι Arst. и ἐπί τι Polyb.): εἴς τινα ἀ. Polyb. полагаться на кого-л.; εἰς ἀσφαλὲς ἀπηρεῖσθαι νομίζειν Polyb. считать себя в безопасности;<br /><b class="num">3)</b> med. обращать, направлять, устремлять (ὀργὴν εἴς τινα Polyb.; τοὺς ὀδυρμοὺς ἐπὶ τὴν τύχην Plut.);<br /><b class="num">4)</b> med. складывать (τὴν λείαν εἰς τοιοῦτον τόπον Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> med. возлагать (ἐλπίδας εἴς τινα, τὴν ἄγνοιαν ἐπὶ τοὺς αἰτίους Polyb.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[rest]], fix, [[settle]], τὴν ὄψιν πρός τι Luc.<br /><b class="num">2.</b> intr. = Pass. to [[rest]] [[upon]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> [[mostly]] as Pass., with fut. and aor1 mid., to [[support]] [[oneself]] [[upon]], [[rest]] [[upon]] a [[thing]], c. dat., Xen., etc.; εἴς τι Plat. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[rest]], fix, [[settle]], τὴν ὄψιν πρός τι Luc.<br /><b class="num">2.</b> intr. = Pass. to [[rest]] [[upon]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> [[mostly]] as Pass., with fut. and aor1 mid., to [[support]] [[oneself]] [[upon]], [[rest]] [[upon]] a [[thing]], c. dat., Xen., etc.; εἴς τι Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:33, 19 August 2022
English (LSJ)
A fix, settle, τὰς ὄψεις Plu.2.681f; τὴν ὄψιν πρός τι Luc. Dem.Enc.17; δι' ἄλλα τὴν γνῶσιν support, Iamb.Protr.5. 2 intr., = Pass., ἔνθα ἡ ὄψις ἀπερείδῃ Luc.DDeor.20.8; but, II used by earlier writers in Med. with pf. Pass. in med. sense, support oneself upon, rest upon, ἀ. ἐν τῷ χαλινῷ, of a horse, lean upon the bit, X.Eq.10.7; ὀκτὼ τοῖς μέλεσι ἀ. supporting himself on .., Pl.Smp.190a, cf. Ti.44e, Arist.PA684a3; πείσμασιν, of a ship, Archimel. ap. Ath.5.209d, al.; ἀ. εἰς τοῦτο to be fixed steadily on .., Pl.R.508d; εἰς ἓν κεφάλαιον ἀ. rest entirely on .., ib.581a; ἀ. ἐπί τι rely on, Plb.28.20.8; πρὸς τὴν γῆν Hp.Art.52: abs., Arist.IA705a9. III Med. in act. sense, ἀ. εἰς τοῦτο [τὸ οὖς] X.Cyn.5.32; τὴν χεῖρα πρός τινα Plu.Sull.35; τὰς ὄψεις εἴς τι Id.2.521d; ἀ. ἐλπίδας εἴς τινα, ἐπί τινα, fix one's hopes upon one, Plb.23.5.3, 28.2.3, cf. Plu. Dio42; ἀ. ὀργὴν ἔς τινα, χάριν ἐπί τινα, direct one's anger, one's gratitude, towards him, Plb.1.69.7, 23.3.6, cf. Plu.2.775e; ἀ. εἰς Περικλέα τὴν ὑπόνοιαν Id.Per.32; of Fortune, τὴν νέμεσιν εἰς τὸν οἶκον Id.2.198d; ἀ. ἄγνοιαν ἐπί τινας throw the blame of their ignorance upon .., Plb.38.9.5; ἐπὶ τὴν τύχην τοὺς ὀδυρμούς Plu.2.168a. 2 ἀ. λείαν εἰς τόπον place, deposit in .., Plb.3.92.9; τὰς δυνάμεις εἰς ἀσφαλὲς ἀπηρεῖσθαι Id.3.66.9; ὠδῖνας Call.Del.120.
German (Pape)
[Seite 287] (s. ἐρείδω), stützen auf etwas, act. erst Sp., ὅταν ἀπερείδωσι τὰς ὄψεις, den Blick heften, Plut. Symp. 5, 7, 3; πρός τι, auf etwas, Luc. enc. Dem. 17; intr., ἔνθα ἂν ἡ ὄψις ἀπερείδῃ, wo der Blick haftet. – Gew. med., sich ganz auf etwas stützen, τοῖς μέλεσιν ἀπερειδόμενοι, κώλοις, Plat. Conv. 190 a Tim. 44 e, u. öfter; auch Sp., πείσμασιν ἀγκύρας ἀπερείδεται ναῦς Archimel. 1 (App. 15); εἴς τι Plat. Rep. VI, 508 d; ἔν τινι Xen. de re equ. 10, 7; häufiger bei Folgdn, ἐπίτι Pol. 28, 17; πρὸς τὴν πίστιν 12, 11, auf etwas fußen; τοὺς ὀδυρμοὺς ἐπὶ τὴν τύχην, dagegen richten, Plut. de superst. 7; ὄψιν εἴς τι, den Blick auf etwas werfen, Luc. Icarom. 12; ähnl. ἐλπίδας, ὀργὴν εἴς τινα, seinen Zorn auslassen, Pol. 25, 5. 1, 69; πληγάς, θυμόν, Plut.; δυσμένειαν πρός τινα Aristid. 7; τὴν ἄγνοιαν ἐπὶ τοὺς αἰτίους, sein Versehen auf die Schuldigen schieben, Pol. 38, 1; χάριν ἐπί τινα 24, 3; τὴν λείαν εἰς τόπον, deponiren, 3, 92; Call, Del. 120 ἐν οὔρεσιν ὠδῖνας ἀπηρείσαντο λέαιναι, gebären, euixae sunt. Das perf. ἀπηρεῖσθαι ist Pol. 3, 66, τὰς δυνάμεις εἰς ἀσφαλὲς ἀπηρεῖσθαι νομίζων, nicht nothwendig pass. zu nehmen; vgl. 3, 109 ἡ πατρὶς πᾶσαν προθυμίαν καὶ δύναμιν εἰς ὑμᾶς ἀπήρεισται, hat sie in eure Hände gelegt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερείδω: μέλλ. -σω, στηρίζω, προσηλώνω, τὰς ὄψεις Πλούτ. 2. 681F, τὴν ὄψιν πρός τι Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 17. 2) ἀμεταβ. = τῷ παθ., ἔνθα ἡ ὄψις ἀπερείδῃ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 8· ἀλλά, ΙΙ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς παλαιοτέροις συγγραφεῦσιν ἐν τῷ παθ. μετὰ μέσ. μέλλ. καὶ ἀορ., ἐπιστηρίζω ἐμαυτὸν ἐπί τινος, ἀκκουμβῶ, στηρίζομαι, ἐπαναπαύομαι, ἐπὶ ἵππου, ἢν… ἀπερείδηται ἐν αὐτῷ (δηλ. τῷ χαλινῷ) Ξεν. Ἱππ. 10. 7· ὀκτὼ τότε οὖσι τοῖς μέλεσιν ἀπερειδόμενοι, στηριζόμενοι ἐπὶ τῶν ὀκτὼ μελῶν τοῦ σώματος ἅπερ εἶχον τότε, Πλάτ. Συμπ. 190Α, πρβλ. Τίμ. 44Ε, Ἀριστ. π. Ζ. μορ. 4. 8, 3, κ. ἀλλ.· ἀπ. εἰς τοῦτο, προσηλοῦμαι ἢ στηρίζομαι σταθερῶς εἰς…, Πλάτ. Πολ. 508D· εἰς ἓν κεφάλαιον ἀπ., ὁλοκλήρως στηρίζομαι ἐπί…, αὐτόθι 581Α· εἰς ἀσφαλὲς ἀπηρεῖσθαι, ἔχω θέσιν ἀσφαλῆ ἐφ’ ἧς στηρίζομαι, Πολύβ. 3. 66, 9· οὕτως, ἀπ. ἐπί τι ὁ αὐτ. 28. 17, 8· πρός τι Ἱππ. π. Ἄρθ. 820, Ἀριστ. π. Πορ. Ζ. 3. 3: ― ἐπὶ ἀσθενειῶν, προσβάλλω μέρος τι ἰδιαίτερον, περιορίζομαι τοπικῶς εἰς ἓν μέρος, π.χ. εἰς βουβῶνα, Ἰατρ.· πρβλ. ἀποσκήπτω. ΙΙΙ. Μέσ. μετ’ ἐνεργ. σημασ., ἀπ. εἰς τοῦτο [τὸ οὖς] Ξεν. Κυν. 5. 32: ἀπ. ἐλπίδα εἴς τινα, ἔχω ἢ στηρίζω τὰς ἐλπίδας μου εἴς τινα. Πολύβ. 24. 5, 3· ἀπ. ὀργὴν εἴς τινα, χάριν ἐπί τινα, κατευθύνω τὴν ὀργήν μου, τὴν εὐγνωμοσύνην μου πρός τινα, ὁ αὐτ. 1. 69, 7., 24. 3, 6, πρβλ. Πλούτ. 2. 775Ε· ἀπ. ἄγνοιαν ἐπί τινα, ἐπιρρίπτω τὴν ἰδίαν μου ἄγνοιαν ἐπὶ ἄλλου, Πολύβ. 38. 1, 5· ἀπ. τι εἰς τόπον, μεταφέρω τι ἀσφαλῶς εἴς τι μέρος, ἀποθέτω εἰς…, τὸ «ἀκκουμβῶ» ἐκεῖ, ὁ αὐτ. 3. 92, 9: ― συχν. παρὰ Πλουτ. 2) ὑφίσταμαι τὰς ἀγωνίας τῶν ὠδίνων, παράγω μετ’ ἀγωνίας, γεννῶ, ὠδῖνας ἀπηρείσαντο Καλλ. εἰς Δῆλ. 120· πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ λθ΄, 3).
French (Bailly abrégé)
1 tr. appuyer sur, fixer sur;
2 intr. se fixer sur;
Moy. ἀπερείδομαι;
1 intr. s’appuyer sur;
2 tr. appuyer, faire reposer sur : θυμὸν πρός τινα PLUT faire retomber sa colère sur qqn.
Étymologie: ἀπό, ἐρείδω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 en v. act. y med., c. ac. del órgano o sentido corporal fijar, clavar, apoyar σκορπίου κέντρον ἀπερείσαντος Ael.NA 16.27, τὰς ὄψεις Plu.2.681e, πρὸς ... δόξαν τὴν ὄψιν Luc.Dem.Enc.17
•en v. med. mismo sent. (τὸ οὖς) εἰς τοῦτο X.Cyn.5.32, τὰς ὄψεις ... εἰς ἔσοπτρα Plu.2.521d (= Democr.A 27), τὴν ... χεῖρα πρὸς αὐτόν Plu.Sull.35.
2 en v. med., c. ac. de subst. concr. y constr. de lugar depositar, colocar ἐν οὔρεσι πολλάκι σεῖο ὠμοτόκους ὠδῖνας ἀπηρείσαντο λέαιναι las leonas depositan muchas veces el fruto desvalido de sus partos en tus montañas Call.Del.120, (λείαν) εἰς τοιοῦτον ... τόπον Plb.3.92.9, τὰς δυνάμεις εἰς ἀσφαλές Plb.3.66.9, νεκροὺς ... ἐν τῇ ἐμῇ οἰκίᾳ UPZ 161.32 (II a.C.), cf. 162.2.19, 187.15, (σκεύη) ἐν τῷ εἰδωλίῳ LXX Da.1.2, (ὅπλα) εἰς τὸ θεε τῶν παρατρεχόντων LXX 3Re.14.28, τὰς κεφαλὰς ... ἐπὶ τὸν βωμόν I.AI 19.142.
3 en v. med. c. ac. de subst. abstr. apoyar, basar, fundar c. prep. y ac. πάσας τὰς ἐλπίδας ἐπὶ Ῥωμαίους Plb.28.2.3, cf. 23.5.3, Plu.Dio 42, δι' ἄλλα τὴν γνῶσιν Iambl.Protr.5
•c. prep. y ac. hacer recaer, apuntar τὴν ... ὀργὴν εἰς αὐτούς Plb.1.69.7, cf. I.BI 2.642, τὴν χάριν ἐπὶ τὸν Δημέτριον Plb.23.3.6, τὴν ἄγνοιαν ἐπὶ τοὺς αἰτίους Plb.38.9.5, ὅπη τὸν θυμὸν ἀπερείσωνται Plu.2.775e, εἰς Περικλέα ... τὴν ὑπόνοιαν Plu.Per.32, τὴν νέμεσιν εἰς τὸν οἶκον Plu.2.198c, ἐπὶ τὴν τύχην ... τοὺς ὀδυρμούς Plu.2.167f.
II intr.
1 en v. act. clavarse, fijarse (ἡ ὄψις) ἔνθα ἂν ἀπερείσῃ Luc.DDeor.20.8.
2 en v. med. c. dat. de miembros, etc. apoyarse, hacer fuerza κῶλα ... οἷς ... ἀπερειδόμενον Pl.Ti.44e, τοῖς μέλεσιν Pl.Smp.190a, τῇ οὐρᾷ Arist.PA 684a3, τοῖς ποσίν Arist.HA 567a8, τῇ χειρὶ πρὸς τὴν γῆν Hp.Art.52
•sujetar πείσμασι δ' ἀγκύρας ἀπερείδεται Archimel. en Ath.209d
•c. constr. prep. ἢν ... θαμινὰ ἀπερείδηται ἐν αὐτῷ (χαλινῷ) X.Eq.10.7, πρὸς αὑτὸ ... καὶ πρὸς τὸ ὑπὸ τοὺς πόδας Arist.IA 705a12
•abs., Arist.IA 705a9.
3 en v. med. en sent. hostil caer sobre βασιλεὺς ... ἐπὶ Ιερουσαλημ LXX Ez.24.2, περὶ τὴν ... κεφαλὴν ὅλος (χειμών) I.BI 1.488, cf. ἀπηρίσατο· ἀντὶ τοῦ ἐφιλονείκησε Sud.
Greek Monolingual
ἀπερείδω (Α) ερείδω
1. στηρίζω, προσηλώνω
2. προσηλώνομαι
3. μέσ. ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι
4. (μέσ. με ενεργ. σημ.) α) στηρίζω, προσηλώνω (το ους, την χείρα, τας ελπίδας)
β) κατευθύνω (οργήν είς τινα)
γ) επιρρίπτω την κατηγορία, ρίχνω την ευθύνη σε κάποιον
δ) μεταφέρω ασφαλώς, εναποθέτω
ε) υφίσταμαι τις ωδίνες του τοκετού, γεννώ.
Greek Monotonic
ἀπερείδω: μέλ. -σω·
I. 1. στηρίζω, προσηλώνω, εγκαθιδρύω, τὴν ὄψιν πρός τι, σε Λουκ.
2. αμτβ. Παθ., στηρίζομαι σε, στον ίδ.
II. κατά κανόνα ως Παθ., με Μέσ. μέλ. και αόρ. αʹ, στηρίζω τον εαυτό μου σε, ακουμπώ, επαναπαύομαι σε κάτι, με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.· εἴς τι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερείδω: преимущ. med.
1) упирать, устремлять: τὴν ὄψιν πρός τι Luc. вперить взор в кого-л.; med. быть устремленным, покоиться (ἔνθα ἂν ἡ ὄψις ἀπερείδῃ Luc.);
2) med. упираться, опираться (τινί Plat., Arst., ἔν τινι Xen., εἴς τι Plat., πρός τι Arst. и ἐπί τι Polyb.): εἴς τινα ἀ. Polyb. полагаться на кого-л.; εἰς ἀσφαλὲς ἀπηρεῖσθαι νομίζειν Polyb. считать себя в безопасности;
3) med. обращать, направлять, устремлять (ὀργὴν εἴς τινα Polyb.; τοὺς ὀδυρμοὺς ἐπὶ τὴν τύχην Plut.);
4) med. складывать (τὴν λείαν εἰς τοιοῦτον τόπον Polyb.);
5) med. возлагать (ἐλπίδας εἴς τινα, τὴν ἄγνοιαν ἐπὶ τοὺς αἰτίους Polyb.).
Middle Liddell
I. to rest, fix, settle, τὴν ὄψιν πρός τι Luc.
2. intr. = Pass. to rest upon, Luc.
II. mostly as Pass., with fut. and aor1 mid., to support oneself upon, rest upon a thing, c. dat., Xen., etc.; εἴς τι Plat.