κονέω: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
m (Text replacement - "elsewh." to "elsewhere") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koneo | |Transliteration C=koneo | ||
|Beta Code=kone/w | |Beta Code=kone/w | ||
|Definition=(κόνις) | |Definition=(κόνις) [[raise dust]]: hence, [[hasten]], Hsch.; = [[ὑπηρετεῖν]], <span class="bibl"><span class="title">EM</span> 268.29</span>: elsewhere only in compd. [[ἐγκονέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 02:00, 24 August 2022
English (LSJ)
(κόνις) raise dust: hence, hasten, Hsch.; = ὑπηρετεῖν, EM 268.29: elsewhere only in compd. ἐγκονέω.
German (Pape)
[Seite 1480] Staub erregen, besonders durch schnelles Laufen, also eilen. VLL. So hat Jacobs Asclpds. 37 (XIII, 23) emendirt. Vgl. ἐγκονέω.
Greek (Liddell-Scott)
κονέω: (κόνις) ἐγείρω κόνιν, κονιορτόν· καθόλου, ἐπείγομαι, σπεύδω, «κόνει· σπεῦδε, τρέχε» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 268. 29· ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἰακωψίου ἐν Ἀνθ. Π. 13. 23· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐγκονέω· διότι τὸ διᾱκονέω εἶναι ἐξ ἄλλης ῥίζης, ἴδε ἐν λέξ. διάκονος.
French (Bailly abrégé)
1 soulever de la poussière en courant;
2 courir, se hâter.
Étymologie: κόνις.
Greek Monolingual
κονέω (Α) κόνις
1. σηκώνω σκόνη
2. (κατά τον Ησύχ.) α) τρέχω
β) ενεργώ
γ) αισθάνομαι
3. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) υπηρετώ.
Greek Monotonic
κονέω: μέλ. -ήσω (κόνις), σηκώνω σκόνη στο πέρασμά μου· επείγομαι, σπεύδω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κονέω: досл. поднимать пыль, перен. спешить, торопиться Anth.