ἀνώδυνος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνώδῠνος:'''<br /><b class="num">1)</b> не чувствующий боли (sc. [[Φιλοκτήτης]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> болеутоляющий ([[φάρμακον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> не причиняющий боли, безболезненный ([[ἁμάρτημα]] Arst.). | |elrutext='''ἀνώδῠνος:'''<br /><b class="num">1)</b> не чувствующий боли (sc. [[Φιλοκτήτης]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[болеутоляющий]] ([[φάρμακον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> не причиняющий боли, безболезненный ([[ἁμάρτημα]] Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀδύνη]]<br /><b class="num">I.</b> [[free]] from [[pain]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. [[allaying]] [[pain]], Anth. | |mdlsjtxt=[[ὀδύνη]]<br /><b class="num">I.</b> [[free]] from [[pain]], Soph.<br /><b class="num">II.</b> act. [[allaying]] [[pain]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, (ὀδύνη)
A free from pain, οἰδήματα Hp.Prog.7, cf. D.Chr.32.57; τοιοῦτο δὲ ὂν τὸ ἓν ἀνώδυνόν τε καὶ ἀνάλγητον ὑγιές τε καὶ ἄνοσον εἶναι Arist.Xen.974a19; of persons, S.Ph.883; ἀνωδυνώτερος γίγνεσθαι = suffer less pain, Hp.Prorrh.2.7; τὸ ἀνώδυνον = ἀνωδυνία (absence of pain, painlessness), Plu. 2.102d. Adv. ἀνωδύνως, τίκτεσθαι Hp.Coac.527, cf. Plu.Cic.2; ἰᾶσθαι D.Chr.41.9: Sup. ἀνωδυνώτατα Hp.Acut.4.
2 causing no pain, harmless, τὸ μὴ φρονεῖν γὰρ κάρτ' ἀ. κακόν S.Aj.554b; ἁμάρτημα ἢ αἶσχος ἀνώδυνον, τὸ γελοῖον, Arist.Po.1449a35. Adv. ἀνωδύνως, ἰάσασθαι τὴν πατρίδα Plu. Cleom.10.
II Act., allaying pain, Hp.Aph.5.22, Dsc.4.68 (Comp. and Sup.); φάρμακον ἀνώδυνον = anodyne, calming drug Plu.2.614c:—the epitaph of a physician in IG14.1879 combines both signfs., πολλούς τε σώσας φαρμάκοις ἀνωδύνοις, ἀνώδυνον τὸ σῶμα νῦν ἔχει θανών = saved many with his pain-alleviating drugs, in death he now has a body without pain.
German (Pape)
[Seite 268] (ὀδυνή), schmerzlos, keine Schmerzen habend, Soph. Phil. 883; τὸ ἀνώδυνον, Unempfindlichkeit gegen Schmerzen, Plut. cons. ad Apoll. p. 318; keine Schmerzen verursachend, φάρμακα Medic.; Plut. Ant. 71; Schmerz stillend, Symp. 1, 1, 4; adv. ἀνωδύνως Cic. 2 τεχθῆναι, wo man ἀνωδίνως hat lesen wollen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώδῠνος: -ον, (ὀδύνη) ὁ μὴ προξενῶν ὀδύνην, οἰδήματα Ἱππ. Προγν. 38· ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ὀδύνην, ὁ μὴ ὑποφέρων ἐξ ἄλγους, ἀλλ’ ἥδομαι μὲν σ’ εἰσιδὼν παρ’ ἐλπίδα ἀνώδυνον Σοφ. Φ. 883· τὸ ἀνώδυνον = ἀνωδυνία Πλούτ. 2 102D: - Ἐπίρρ. ἀνωδύνως, τίκτεσθαι Ἱππ. Κωακ. Προγν. 205· ἀνωδυνώτατα ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384. 3. 2) ὁ μὴ βλάπτων, ἀβλαβής, τὸ μὴ φρονεῖν γὰρ καρτ’ ἀνώδυνον κακὸν Σοφ. Αἴ. 554 (πιθανῶς νόθος στίχος· ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπω)· ἁμάρτημα ἢ αἶσχος ἀνώδυνον, ὁρισμός τῆς λ. γελοῖον Ἀριστ. Ποιητ. 5.2. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ καταπαύων, πραΰνων τὴν ὀδύνην, Ἱππ. Ἀφ. 1253· φάρμακον ἀνώδυνον Πλούτ. 2. 614C: - Τὸ ἐπιτύμβ. ἐπίγραμμα ἰατροῦ ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 57, συνδυάζει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας, πολλοὺς δὲ σώσας φαρμάκοις ἀνωδύνοις, ἀνώδυνον τὸ σῶμα νῦν ἔχει θανών.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. exempt de douleur;
II. 1 qui ne cause aucune douleur;
2 qui calme la douleur.
Étymologie: ἀ, ὀδύνη.
Spanish (DGE)
-ον
I 1libre de dolor οἰδήματα Hp.Prog.7, cf. D.Chr.32.57, τὸ ἓν ἀνώδυνόν τε καὶ ἀνάλγητον Arist.Xen.974a19
•de pers. S.Ph.883, ἀνωδυνώτερος γίγνεσθαι padecer menos dolor Hp.Prorrh.21, cf. Luc.Trag.323, ὅ τι ἂν θέλῃς ἐξέσται σοι ἀνωδύνῳ ὄντι ποιεῖν Teles p.11.10
•subst. τὸ ἀνώδυνον = carencia de dolor Crantor 8.
2 que no produce dolor τὸ μὴ φρονεῖν γὰρ κάρτ' ἀνώδυνον κακόν S.Ai.554b (ap. crít.), αἶσχος ἀ. como def. de τὸ γελοῖον Arist.Po.1449a35.
II medic. que libera del dolor, lenitivo τὸ θερμόν Hp.Aph.5.22, φάρμακον Plu.2.614c, medicamentum Marcell.Emp.25.5, Cael.Aur.TP 2.4.79, πολλούς τε σώσας φαρμάκοις ἀνωδύνοις ἀνώδυνον (cf. I 1) τὸ σῶμα νῦν ἔχει θανών IUrb.Rom.1283 (II d.C.), μελέεσσιν ἀνώδυνον ἄνθος ἑλίξας Nonn.D.35.64.
III adv. ἀνωδύνως
1 sin dolor τίκτεσθαι Hp.Coac.527, cf. Plu.Cic.2, ἰᾶσθαι D.Chr.41.9
•sup. ἀνωδυνώτατα Hp.Acut.4.
2 sin producir dolor ἰασάμενον τὴν πατρίδα Plu.Cleom.10.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνώδυνος, -ον)
αυτός που δεν προξενεί πόνο ή που γίνεται χωρίς οδύνη, χωρίς πόνο
νεοελλ.
μτφ.
α) αυτός που δεν προξενεί θλίψη ή στενοχώρια
β) δίχως επιπτώσεις, ανεπαίσθητος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αισθάνεται πόνο, που δεν υποφέρει
2. (για φάρμακα) αυτός που παύει ή καταπραΰνει τον πόνο
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνώδυνον
η ανωδυνία.
Greek Monotonic
ἀνώδῠνος: -ον (ὀδύνη),
I. απαλλαγμένος από πόνο, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που καταπραΰνει τον πόνο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνώδῠνος:
1) не чувствующий боли (sc. Φιλοκτήτης Soph.);
2) болеутоляющий (φάρμακον Plut.);
3) не причиняющий боли, безболезненный (ἁμάρτημα Arst.).