γναμπτός: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''γναμπτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[загнутый]], [[кривой]] (ἄγκιστρα Hom.; ὄνυχες Hes.);<br /><b class="num">2)</b> извилистый (ἕλικες Hom.; δρόμοι Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[гибкий]], [[податливый]] (μέλεα Hom.): [[νόημα]] γναμπτόν Hom. снисходительность, мягкость.
|elrutext='''γναμπτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[загнутый]], [[кривой]] (ἄγκιστρα Hom.; ὄνυχες Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[извилистый]] (ἕλικες Hom.; δρόμοι Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[гибкий]], [[податливый]] (μέλεα Hom.): [[νόημα]] γναμπτόν Hom. снисходительность, мягкость.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:30, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γναμπτός Medium diacritics: γναμπτός Low diacritics: γναμπτός Capitals: ΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: gnamptós Transliteration B: gnamptos Transliteration C: gnamptos Beta Code: gnampto/s

English (LSJ)

ή, όν, A curved, bent, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.369; μετὰ γναμπτῇ σι γένυσσιν Il.11.416; πόρπας τε γναμπτάς θ' ἕλικας 18.401; ὄνυχες γ. Hes.Op.204; γ. δρόμοι, of the diaulos, Pi.I.1.57; γ. χαλινούς, Hsch. 2 supple, pliant, of the limbs of living men (opp. to the stark and stiff ones of the dead), ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Il.11.669, 24.359, Od.11.394, etc. 3 metaph., pliable, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of Achilles), Il.24.41.

Greek (Liddell-Scott)

γναμπτός: -ή, -όν, κεκαμμένος, καμπύλος, ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Ὀδ. Δ. 369· μετὰ γναμπτῆσι γένυσσιν Ἰλ. Λ. 416· πόρπας τε γναμπτὰς θ’ ἕλικας Σ. 401· ὄνυχες γν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 203· γν. δρόμοι, ἐπὶ τοῦ διαύλου, Πίνδ. 1. 1. 82. 2) εὔκαμπτος, ζωηρός, ἐπὶ τῶν μελῶν τῶν ζώντων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄκαμπτα καὶ ἀκίνητα τῶν νεκρῶν πτωμάτων, ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι Ἰλ. Λ. 669., Ω. 359, Ὀδ. Λ. 393, κτλ. 3) μεταφ., εὔκαμπτος, δυνάμενος νὰ καμφθῇ οὔτε νόημα γναμπτὸς ἐνὶ στήθεσσι (ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 41.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 courbé, recourbé;
2 souple, flexible;
3 fig. qui se laisse fléchir.
Étymologie: γνάμπτω.

English (Autenrieth)

(γνάμπτω): bent, bending; of the limbs of living beings, supple, Od. 13.398; met., νόημα, ‘placable,’ Il. 24.41.

English (Slater)

γναμπτός
1 bent, curved ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57) ]γναμπτ[ (Pae. 10.7)

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): γναπτ- Hsch.
1 curvado ἄγκιστρα Od.4.369, γένυες Il.11.416, ἕλικες Il.18.401, h.Ven.163, ὄνυχες Hes.Op.204.
2 que describe una curva δρόμος del díaulo, Pi.I.1.57.
3 flexible de los miembros de un hombre vivo op. la rigidez de un cadáver ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν Il.11.669, Od.11.394
fig. flexible οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι ni (tiene) un corazón flexible en el pecho de Aquiles Il.24.41.

Greek Monolingual

γναμπτός, -ή, -όν (Α) γνάμπτω
1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν»)
2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσι» — στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη)
3. ευμετάβολοςνόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι»).

Greek Monotonic

γναμπτός: -ή, -όν (γνάμπτω),
I. 1. σκαλισμένος, καμπύλος, λυγισμένος, σε Όμηρ.
2. εύκαμπτος, ευλύγιστος, μαλακός, λέγεται για τα μέλη του ζώντος ανθρώπινου σώματος, στον ίδ.
II. μεταφ., είμαι πτοημένος, αποθαρρυμένος, έτοιμος να λυγίσω, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (λέγεται για τον Αχιλλέα), σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

γναμπτός:
1) загнутый, кривой (ἄγκιστρα Hom.; ὄνυχες Hes.);
2) извилистый (ἕλικες Hom.; δρόμοι Pind.);
3) гибкий, податливый (μέλεα Hom.): νόημα γναμπτόν Hom. снисходительность, мягкость.

Middle Liddell

γνάμπτω
I. curved, bent, Hom.
2. supple, pliant, of the limbs of living men, Hom.
II. metaph. to be bent, οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι (of Achilles), Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γναμπτός -ή -όν γνάμπτω
1. gebogen, gekromd.
2. soepel, buigzaam, lenig, van ledematen; overdr. meegaand, gedwee :. νόημα γναμπτόν meegaande geest Il. 24.41.