εὐπέτεια: Difference between revisions
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] ἡ, Leichtigkeit, bes. Etwas zu erlangen, γυναικῶν Her. 5, 20, wie Plat. mit [[ἀφθονία]] verbunden, Legg. IV, 718 d; τροφῆς εὐπέτειαν π αρέχειν, reichlich Nahrung darbieten, der [[εὐμάρεια]] entsprechend, Xen. Oec. 5, 5; τῆς ἀγορᾶς Plut. Nic. 20, Leichtigkeit der Zufuhr; – δι' εὐπετείας, leicht, Eur. Phoen. 262 u. Sp.; auch κατ' εὐπέτειαν, D. Hal. 6, 52; μετ' εὐπετείας, Plat. Tim. 64 d. – Übertr., εὐπέτειαν διδόναι Plat. Rep. II, 364 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] ἡ, Leichtigkeit, bes. Etwas zu erlangen, γυναικῶν Her. 5, 20, wie Plat. mit [[ἀφθονία]] verbunden, Legg. IV, 718 d; τροφῆς εὐπέτειαν π αρέχειν, reichlich Nahrung darbieten, der [[εὐμάρεια]] entsprechend, Xen. Oec. 5, 5; τῆς ἀγορᾶς Plut. Nic. 20, Leichtigkeit der Zufuhr; – δι' εὐπετείας, leicht, Eur. Phoen. 262 u. Sp.; auch κατ' εὐπέτειαν, D. Hal. 6, 52; μετ' εὐπετείας, Plat. Tim. 64 d. – Übertr., εὐπέτειαν διδόναι Plat. Rep. II, 364 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> facilité à obtenir : κατ’ εὐπέτειαν, μετ’ εὐπετείας facilement, en toute facilité;<br /><b>2</b> grande quantité, abondance.<br />'''Étymologie:''' [[εὐπετής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπέτεια''': ἡ, [[εὐκολία]], δι᾿ εὐπετείας, εὐκόλως, Εὐρ. Φοίν. 262· μετ᾿ εὐπετείας Πλάτ. Τίμ. 64D· κατ᾿ εὐπέτειαν Διον. Ἁλ. 6. 52: - ἐν τῷ πληθ., εὐπετείας διδόναι, παρέχειν εὐκολίας, κακίας πέρι Πλάτ. Πολ. 364C. 2) [[εὐκολία]] περὶ τὸ λαμβάνειν ἢ ἔχειν, Λατ. copia, Ἡρόδ. 5. 20· τροφῆς Ξεν. Οἰκ. 5. 5· τῶν προθυμουμένων Πλάτ. Νόμ. 718D· ἀγορᾶς Πλουτ. Νικ. 20. 3) [[ἀσθένεια]], [[ἀδυναμία]] σώματος, Ἱππ. 230. 27. | |lstext='''εὐπέτεια''': ἡ, [[εὐκολία]], δι᾿ εὐπετείας, εὐκόλως, Εὐρ. Φοίν. 262· μετ᾿ εὐπετείας Πλάτ. Τίμ. 64D· κατ᾿ εὐπέτειαν Διον. Ἁλ. 6. 52: - ἐν τῷ πληθ., εὐπετείας διδόναι, παρέχειν εὐκολίας, κακίας πέρι Πλάτ. Πολ. 364C. 2) [[εὐκολία]] περὶ τὸ λαμβάνειν ἢ ἔχειν, Λατ. copia, Ἡρόδ. 5. 20· τροφῆς Ξεν. Οἰκ. 5. 5· τῶν προθυμουμένων Πλάτ. Νόμ. 718D· ἀγορᾶς Πλουτ. Νικ. 20. 3) [[ἀσθένεια]], [[ἀδυναμία]] σώματος, Ἱππ. 230. 27. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:55, 1 October 2022
English (LSJ)
Ion. εὐπετ-είη, ἡ, A ease, δι' εὐπετείας easily, E.Ph.262; μετ' εὐπετείας γίγνεσθαι Pl.Ti.64d; κατὰ πολλὴν εὐπέτειαν D.H.6.52: pl., εὐπετείας διδόναι give facilities, grant indulgences, κακίας πέρι Pl.R. 364c. 2 easiness of getting or having, γυναικῶν Hdt.5.20; τροφῆς X.Oec.5.5; τῶν προθυμουμένων Pl.Lg.718d; ἀγορᾶς Plu.Nic.20. 3 easy decline, degeneration, Hp.Nat.Hom.12.
German (Pape)
[Seite 1088] ἡ, Leichtigkeit, bes. Etwas zu erlangen, γυναικῶν Her. 5, 20, wie Plat. mit ἀφθονία verbunden, Legg. IV, 718 d; τροφῆς εὐπέτειαν π αρέχειν, reichlich Nahrung darbieten, der εὐμάρεια entsprechend, Xen. Oec. 5, 5; τῆς ἀγορᾶς Plut. Nic. 20, Leichtigkeit der Zufuhr; – δι' εὐπετείας, leicht, Eur. Phoen. 262 u. Sp.; auch κατ' εὐπέτειαν, D. Hal. 6, 52; μετ' εὐπετείας, Plat. Tim. 64 d. – Übertr., εὐπέτειαν διδόναι Plat. Rep. II, 364 c.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 facilité à obtenir : κατ’ εὐπέτειαν, μετ’ εὐπετείας facilement, en toute facilité;
2 grande quantité, abondance.
Étymologie: εὐπετής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπέτεια: ἡ, εὐκολία, δι᾿ εὐπετείας, εὐκόλως, Εὐρ. Φοίν. 262· μετ᾿ εὐπετείας Πλάτ. Τίμ. 64D· κατ᾿ εὐπέτειαν Διον. Ἁλ. 6. 52: - ἐν τῷ πληθ., εὐπετείας διδόναι, παρέχειν εὐκολίας, κακίας πέρι Πλάτ. Πολ. 364C. 2) εὐκολία περὶ τὸ λαμβάνειν ἢ ἔχειν, Λατ. copia, Ἡρόδ. 5. 20· τροφῆς Ξεν. Οἰκ. 5. 5· τῶν προθυμουμένων Πλάτ. Νόμ. 718D· ἀγορᾶς Πλουτ. Νικ. 20. 3) ἀσθένεια, ἀδυναμία σώματος, Ἱππ. 230. 27.
Greek Monolingual
εὐπέτεια και ιων. τ. εὐπετείη, ἡ (Α) ευπετής
1. ευκολία, ευχέρεια
2. αφθονία, περίσσεια
3. αδυναμία, καχεξία, μαρασμός του σώματος.
Greek Monotonic
εὐπέτεια: ἡ,
1. ευκολία, δι' εὐπετείας, εύκολα, σε Ευρ.· πληθ., εὐπετείας διδόναι, παροχή ευκολιών, προσφορά ανέσεων, σε Πλάτ.
2. ευκολία λήψης ή κατοχής πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐπέτεια: ἡ
1) легкость: δι᾽ εὐπετείας Eur. и μετ᾽ εὐπετείας Plat. четко, с легкостью; εὐπετείας διδόναι Plat. облегчать, оказывать снисхождение;
2) доступность, возможность свободно пользоваться (γυναικῶν Her.; τροφῆς Xen.; τῶν προθυμουμένων Plat.): ἀφελέσθαι τινὸς τῆς ἀγορᾶς τὴν εὐπέτειαν Plut. отрезать кому-л. пути к доставке продовольствия.
Middle Liddell
εὐπέτεια, ἡ,
1. ease, δι' εὐπετείας easily, Eur.:—pl., εὐπετείας διδόναι to give facilities, Plat.
2. easiness of getting or having a thing, c. gen., Hdt., Xen. [from εὐπετής