ὑποσκελίζω: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yposkelizo | |Transliteration C=yposkelizo | ||
|Beta Code=u(poskeli/zw | |Beta Code=u(poskeli/zw | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[trip up one's heels]], [[upset]], <span class="bibl">D.54.8</span>; ἀλλήλους <span class="bibl">Luc. <span class="title">Anach.</span>1</span>; [οἶνος] ὑ. τοὺς πεπωκότας <span class="bibl">Eub.94.12</span>:—Pass., <span class="bibl">Ph.2.39</span>, Plu.2.6e; ὁ πρέσρυς ἐκ μέθας ὑπεσκέλισται <span class="title">APl.</span>4.307 (Leon.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., ὑ. καὶ ἀνατρέπων <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>278b</span>; ὑ. καὶ συκοφαντεῖν <span class="bibl">D.18.138</span>, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Vit.</span>p.24</span> J.:—Pass., <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>36(37).31</span>, <span class="bibl">Ph.2.58</span>,al.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:52, 20 August 2022
English (LSJ)
A trip up one's heels, upset, D.54.8; ἀλλήλους Luc. Anach.1; [οἶνος] ὑ. τοὺς πεπωκότας Eub.94.12:—Pass., Ph.2.39, Plu.2.6e; ὁ πρέσρυς ἐκ μέθας ὑπεσκέλισται APl.4.307 (Leon.). 2 metaph., ὑ. καὶ ἀνατρέπων Pl.Euthd.278b; ὑ. καὶ συκοφαντεῖν D.18.138, cf. Phld.Vit.p.24 J.:—Pass., LXX Ps.36(37).31, Ph.2.58,al.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσκελίζω: ἀνατρέπω τινὰ ὑποβάλλων τὸ σκέλος μου, «πεδικλώνω», καταρρίπτω, Λατιν. supplantare, Δημ. 1258. 10· ὑπ. ἀλλήλους Λουκιαν. Ἀνάχ. 1· πολὺς γὰρ (οἶνος δηλ.) εἰς ἓν μικρὸν ἀγγεῖον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾷστα τοὺς πεπωκότας Εὔβουλος ἐν «Σεμέλῃ» 1. 12. - Παθ., Πλούτ. 2. 6Ε· ὁ πρέσβυς ἐκ μέθης ὑπεσκέλισται Ἀνθ. Πλαν. 307. 2) μεταφορ., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Πλάτ. Εὐθύδ. 278Β· ὑπ. καὶ συκοφαντεῖν Δημ. 273. 21.
French (Bailly abrégé)
donner un croc-en-jambe ; fig. supplanter, duper.
Étymologie: ὑπό, σκελίζω.
Greek Monolingual
ὑποσκελίζω, ΝΜΑ
ρίχνω κάτω με τρικλοποδιά, πεδικλώνω
νεοελλ.
μτφ. παραγκωνίζω, παραμερίζω κάποιον με πλάγια μέσα («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη θέση του προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του»)
αρχ.
1. (για κρασί) καταβάλλω, εξασθενίζω («πολὺς γὰρ (οἶνος) εἰς ἓv μικρὸν ἀγγεῑον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾱστα τοὺς πεπωκότας», Εύβουλ.)
2. ξεριζώνω
3. μτφ. υπονομεύω («τὸν λέγοντά τι τῶν ὑμῖν συμφερόντων ὑποσκελίζειν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκελίζω «ρίχνω κάτω»].
Greek Monotonic
ὑποσκελίζω:1. ανατρέπω κάποιον βάζοντάς του τρικλοποδιά, αναποδογυρίζω, ρίχνω κάτω, Λατ. supplantare, σε Δημ., Λουκ.
2. μεταφ., ὑποσκελίζων καὶ ἀνατρέπων, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσκελίζω:
1) подставлять ногу, давать подножку (ὑ. καὶ ἀνατρέπειν Plat.): ὑ. ἀλλήλους Luc. давать друг другу подножку;
2) pass. сбиваться с ног, падать (οὐ δυνάμενοι βαδίζειν ὑποσκελίζονται Plut.);
3) обманывать, перехитрить (ὑ. καὶ συκοφαντεῖν Dem.).
Middle Liddell
1. to trip up one's heels, upset, Lat. supplantare, Dem., Luc.
2. metaph., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Plat., Dem.