ῥιψοκίνδυνος: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ripsokindynos | |Transliteration C=ripsokindynos | ||
|Beta Code=r(iyoki/ndunos | |Beta Code=r(iyoki/ndunos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[fool-hardy]], [[reckless]], ἔργον <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.3.9</span>; ναυτιλία <span class="bibl">Alciphr.1.3</span>; of persons, <span class="bibl">Id.3.52</span>, <span class="bibl">Poll.1.179</span>; <b class="b3">τὸ ῥ</b>. <span class="bibl">Ph.1.326</span>, <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.84</span>. Adv. <b class="b3">-νως</b> ib.<span class="bibl">1.103</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>2131.16</span> (iii A.D., <b class="b3">ῥειψ-</b>). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:13, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, fool-hardy, reckless, ἔργον X.Mem.1.3.9; ναυτιλία Alciphr.1.3; of persons, Id.3.52, Poll.1.179; τὸ ῥ. Ph.1.326, App.BC5.84. Adv. -νως ib.1.103, POxy.2131.16 (iii A.D., ῥειψ-).
German (Pape)
[Seite 846] sich in Gefahr stürzend, tollkühn, wagehalsig, ein vom Würfelspiel entlehnter Ausdruck; Xen. Mem. 1, 3, 9; Alciphr. 3, 52 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιψοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἄνευ ἀνάγκης διακινδυνῶν, παράτολμος, ἀπερίσκεπτος, ἐπικίνδυνος, ἔργον Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· ναυτιλία Ἀλκίφρ. 1. 3· ἐπὶ προσώπων, vir projectae audaciae, ἢν ῥιψοκίνδυνος ᾖ Ἀλκίφρ. 3. 52, Πολυδ. Α΄, 179· τὸ ῥ. Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 84· - πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ. - Ἐπίρρ. -νως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 103. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥιψοκίνδυνος· παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se jette au milieu du danger, aventureux, téméraire.
Étymologie: ῥίπτω, κίνδυνος.
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥιψοκίνδυνος -ον ΝΜΑ
1. αυτός που ρίχνεται στους κινδύνους αψηφώντας τους, παράτολμος (α. «ῥιψοκίνδυνος
παράβολος, τολμηρός, ἐπικίνδυνος», Ησύχ.
β. «ἡ τῶν ἀνοήτων καὶ ριψοκινδύνων», Ξεν.)
2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που περικλείει κινδύνους, που δείχνει περιφρόνηση του κινδύνου (α. «ριψοκίνδυνη ενέργεια» β. «ῥιψοκίνδυνος ναυτιλία», Αλκίφρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το ριψοκίνδυνο και τὸ ριψοκίνδυνον
η περιφρόνηση του κινδύνου.
επίρρ...
ριψοκίνδυνα / ῥιψοκινδύνως, ΝΜΑ
με ριψοκίνδυνο τρόπο, περιφρονώντας τον κίνδυνο, παράτολμα
μσν.-αρχ.
βιαστικά, απρόσεκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (με θεματικό φωνήεν -ο-) < ῥίπτω + κίνδυνος (πρβλ. μεγαλο-κίνδυνος, φιλο-κίνδυνος)].
Greek Monotonic
ῥιψοκίνδῡνος: -ον, αυτός που ρίχνεται σε περιττούς, σε μη αναγκαίους κινδύνους, απερίσκεπτος, παρακινδυνευμένος, παράτολμος, αλόγιστος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ῥιψοκίνδῡνος: отчаянно смелый (ἔργον Xen.).
Middle Liddell
ῥιψο-κίνδῡνος, ον,
running needless risks, fool-hardy, reckless, Xen.