προσκεφάλαιον: Difference between revisions

From LSJ

οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0769.png Seite 769]] τό, Kopfkissen; Ar. Ach. 1090; Plat. Rep. I, 328 c; Lys. 12, 18; Sp., wie Luc. Asin. 3; auch Sitzkissen, προσκεφαλαίων [[θέσις]], Aesch. 2, 111; Cratin. bei Poll. 10, 40; vgl. Plut. Alex. 58 u. Theophr. char. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0769.png Seite 769]] τό, Kopfkissen; Ar. Ach. 1090; Plat. Rep. I, 328 c; Lys. 12, 18; Sp., wie Luc. Asin. 3; auch Sitzkissen, προσκεφαλαίων [[θέσις]], Aesch. 2, 111; Cratin. bei Poll. 10, 40; vgl. Plut. Alex. 58 u. Theophr. char. 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />oreiller ; <i>postér.</i> coussin <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κεφαλή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκεφάλαιον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «προσκέφαλον» πρὸς στήριξιν τῆς κεφαλῆς [[κυρίως]], Ἱππ. Ἀγμ. 763, Ἀριστοφ. Πλ. 542, Λυσ. 121. 37, κτλ.· ― ἀκολούθως [[καθόλου]] καὶ ἐπὶ ἄλλων χρήσεων ὡς ἡ [[λέξις]] «μαξιλάρι», = ναυτικὸν [[ὑπηρέσιον]] Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 18, Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώτῃ» 5, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 2· ― πρβλ. [[ποτίκρανον]]. ΙΙ. [[προσκεφάλαιον]] βασιλικόν, [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο οἴκημά τι πλησίον τῆς κεφαλῆς τῆς κλίνης τοῦ Βασιλέως τῶν Περσῶν, ἐν ᾧ ἔκειντο διὰ παντὸς πεντακισχίλια τάλαντα χρυσίου, Χάρης ὁ Μυτιληναῖος παρ’ Ἀθην. 514F
|lstext='''προσκεφάλαιον''': τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «προσκέφαλον» πρὸς στήριξιν τῆς κεφαλῆς [[κυρίως]], Ἱππ. Ἀγμ. 763, Ἀριστοφ. Πλ. 542, Λυσ. 121. 37, κτλ.· ― ἀκολούθως [[καθόλου]] καὶ ἐπὶ ἄλλων χρήσεων ὡς ἡ [[λέξις]] «μαξιλάρι», = ναυτικὸν [[ὑπηρέσιον]] Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 18, Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώτῃ» 5, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 2· ― πρβλ. [[ποτίκρανον]]. ΙΙ. [[προσκεφάλαιον]] βασιλικόν, [[οὕτως]] ἐκαλεῖτο οἴκημά τι πλησίον τῆς κεφαλῆς τῆς κλίνης τοῦ Βασιλέως τῶν Περσῶν, ἐν ᾧ ἔκειντο διὰ παντὸς πεντακισχίλια τάλαντα χρυσίου, Χάρης ὁ Μυτιληναῖος παρ’ Ἀθην. 514F
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />oreiller ; <i>postér.</i> coussin <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κεφαλή]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 08:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκεφᾰλαιον Medium diacritics: προσκεφάλαιον Low diacritics: προσκεφάλαιον Capitals: ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
Transliteration A: proskephálaion Transliteration B: proskephalaion Transliteration C: proskefalaion Beta Code: proskefa/laion

English (LSJ)

τό, A cushion for the head, pillow, Hp.Fract.16, Ar.Pl. 542, Lys.12.18, etc.: generally, any cushion, Cratin.269, Hermipp. 54, Thphr.Char.2.11, PCair.Zen.92.22 (iii B.C.), LXX Ez.13.18, Ev.Marc.4.38, etc.: Dor. ποτικεφάλαιον IG5(1).1390.23 (Andania, i B.C.); also ποικεφ-, Schwyzer 323 C 30 (Delph.). II name for a treasure-chamber of the Persian kings, Chares 2 J.

German (Pape)

[Seite 769] τό, Kopfkissen; Ar. Ach. 1090; Plat. Rep. I, 328 c; Lys. 12, 18; Sp., wie Luc. Asin. 3; auch Sitzkissen, προσκεφαλαίων θέσις, Aesch. 2, 111; Cratin. bei Poll. 10, 40; vgl. Plut. Alex. 58 u. Theophr. char. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
oreiller ; postér. coussin en gén.
Étymologie: πρός, κεφαλή.

Greek (Liddell-Scott)

προσκεφάλαιον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «προσκέφαλον» πρὸς στήριξιν τῆς κεφαλῆς κυρίως, Ἱππ. Ἀγμ. 763, Ἀριστοφ. Πλ. 542, Λυσ. 121. 37, κτλ.· ― ἀκολούθως καθόλου καὶ ἐπὶ ἄλλων χρήσεων ὡς ἡ λέξις «μαξιλάρι», = ναυτικὸν ὑπηρέσιον Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 18, Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώτῃ» 5, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 2· ― πρβλ. ποτίκρανον. ΙΙ. προσκεφάλαιον βασιλικόν, οὕτως ἐκαλεῖτο οἴκημά τι πλησίον τῆς κεφαλῆς τῆς κλίνης τοῦ Βασιλέως τῶν Περσῶν, ἐν ᾧ ἔκειντο διὰ παντὸς πεντακισχίλια τάλαντα χρυσίου, Χάρης ὁ Μυτιληναῖος παρ’ Ἀθην. 514F

English (Strong)

neuter of a presumed compound of πρός and κεφαλή; something for the head, i.e. a cushion: pillow.

English (Thayer)

προσκεφαλαιου, τό (from πρός (which see IV:3) and the adjective κεφάλαιος (cf. κεφάλαιον)), a pillow, a cushion: Aristophanes, Plato, Plutarch, others.)

Greek Monotonic

προσκεφάλαιον: τό, μαξιλάρι για το κεφάλι, προσκέφαλο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· έπειτα, γενικά, οποιοδήποτε μαξιλάρι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

προσκεφάλαιον: (φᾰ) τό подушка Arph., Lys., Plat. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσκεφάλαιον -ου, τό [πρός, κεφαλή] hoofdkussen, kussen.

Middle Liddell

προσκεφάλαιον, ου, τό,
a cushion for the head, pillow, Ar., etc.:—then, generally, any cushion, Theophr.

Chinese

原文音譯:proskef£laion 普羅士-咳法來按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向著-頭
字義溯源:為著頭的東西,枕頭;由(πρός)=向著)與(κεφαλή)*=頭)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 枕頭(1) 可4:38