ὀνοβρυχίς: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onovrychis | |Transliteration C=onovrychis | ||
|Beta Code=o)nobruxi/s | |Beta Code=o)nobruxi/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, a leguminous plant, | |Definition=ίδος, ἡ, a leguminous plant, [[cock's head]], [[Onobrychis caput-galli]], Dsc. 3.153, Gal.12.89. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνοβρῠχίς''': -ίδος, ἡ, πόα τις ἔχουσα «φύλλα ὅμοια φακῷ, μικρὸν μακρότερα, καυλὸν σπιθαμιαῖον, [[ἄνθος]] φοινικοῦν, μικρὰν ῥίζαν. Φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀργοῖς τόποις» Διοσκ. 3.170, Γαλην. 13.215, πιθαν. Hedysarum onobrychis L.. | |lstext='''ὀνοβρῠχίς''': -ίδος, ἡ, πόα τις ἔχουσα «φύλλα ὅμοια φακῷ, μικρὸν μακρότερα, καυλὸν σπιθαμιαῖον, [[ἄνθος]] φοινικοῦν, μικρὰν ῥίζαν. Φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀργοῖς τόποις» Διοσκ. 3.170, Γαλην. 13.215, πιθαν. Hedysarum onobrychis L.. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:57, 24 August 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a leguminous plant, cock's head, Onobrychis caput-galli, Dsc. 3.153, Gal.12.89.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοβρῠχίς: -ίδος, ἡ, πόα τις ἔχουσα «φύλλα ὅμοια φακῷ, μικρὸν μακρότερα, καυλὸν σπιθαμιαῖον, ἄνθος φοινικοῦν, μικρὰν ῥίζαν. Φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀργοῖς τόποις» Διοσκ. 3.170, Γαλην. 13.215, πιθαν. Hedysarum onobrychis L..