ἐρέβινθος: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1022.png Seite 1022]] ὁ (vgl. [[ὄροβος]], ervum, Erbse), die Kichererbse, sowohl Frucht, Il. 13, 589, als Pflanze, Theophr.; καὶ κύαμοι Plat. Rep. II, 372 c, u. öfter Ar.; sie wurden auf Kohlen geröstet, Pax 1136; auch wie Mandeln u. Nüsse zum Wein gegessen, Xenophan. bei Ath. II, 54 d; Galen. – Übertr., τὸ [[αἰδοῖον]] τοῦ ἀνδρός, Ar. Ach. 801 Ran. 545. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1022.png Seite 1022]] ὁ (vgl. [[ὄροβος]], ervum, Erbse), die Kichererbse, sowohl Frucht, Il. 13, 589, als Pflanze, Theophr.; καὶ κύαμοι Plat. Rep. II, 372 c, u. öfter Ar.; sie wurden auf Kohlen geröstet, Pax 1136; auch wie Mandeln u. Nüsse zum Wein gegessen, Xenophan. bei Ath. II, 54 d; Galen. – Übertr., τὸ [[αἰδοῖον]] τοῦ ἀνδρός, Ar. Ach. 801 Ran. 545. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pois chiche (<i>fruit et plante</i>);<br /><b>2</b> <i>p. anal. c.</i> [[πόσθη]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[ὄροβος]], <i>lat.</i> [[ervum]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρέβινθος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «ῥεβίθι», Λατ. cicer, Ἰλ. Ν. 589· οἱ ἐρέβινθοι ἐτρώγοντο ὡμοὶ (ὡς τὰ ἀμύγδαλα) ἢ ἡψημένοι (ὡς τὰ [[κάστανα]]), μετὰ τὸ φαγητὸν ὡς [[τράγημα]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 1136, κ. ἀλλ., Κρώβυλος κ. ἄλλοι παρ’ Ἀθην. 54Ε· ἐρ. καὶ κύαμοι Πλάτ. Πολ. 372C: - τὸ [[φυτόν]], ἡ «ῥεβιθιά», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 3, 2, κτλ. ΙΙ μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 801, Βάτρ. 545, Ἡσύχ., πρβλ. κριθὴ IV. (Συγγενὲς τῷ ὄροβος, Λατ. [[ervum]], Παλαιο-Γερμ. araw-eiz (Γερμ. [[Erbse]]).) | |lstext='''ἐρέβινθος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «ῥεβίθι», Λατ. cicer, Ἰλ. Ν. 589· οἱ ἐρέβινθοι ἐτρώγοντο ὡμοὶ (ὡς τὰ ἀμύγδαλα) ἢ ἡψημένοι (ὡς τὰ [[κάστανα]]), μετὰ τὸ φαγητὸν ὡς [[τράγημα]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 1136, κ. ἀλλ., Κρώβυλος κ. ἄλλοι παρ’ Ἀθην. 54Ε· ἐρ. καὶ κύαμοι Πλάτ. Πολ. 372C: - τὸ [[φυτόν]], ἡ «ῥεβιθιά», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 3, 2, κτλ. ΙΙ μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 801, Βάτρ. 545, Ἡσύχ., πρβλ. κριθὴ IV. (Συγγενὲς τῷ ὄροβος, Λατ. [[ervum]], Παλαιο-Γερμ. araw-eiz (Γερμ. [[Erbse]]).) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:34, 2 October 2022
English (LSJ)
(proparox.), ὁ, A chick-pea, chickpea, chick pea, Cicer arietinum, κύαμοι ἢ ἐ. Il.13.589, cf. Pl. R.372c; eaten as dessert, Xenoph.22.3, Ar.Pax1136, Crobyl.9, etc.; χρύσειοι ἐ. Sapph.30; κριὸς ἐρέβινθος, of a special variety, Sophil.8, cf.Thphr. HP8.5.1. II metaph., of the membrum virile, Ar.Ach.801, Ra. 545(lyr.); cf. κριθή IV. (Cf. ὄροβος, Lat. ervum.)
German (Pape)
[Seite 1022] ὁ (vgl. ὄροβος, ervum, Erbse), die Kichererbse, sowohl Frucht, Il. 13, 589, als Pflanze, Theophr.; καὶ κύαμοι Plat. Rep. II, 372 c, u. öfter Ar.; sie wurden auf Kohlen geröstet, Pax 1136; auch wie Mandeln u. Nüsse zum Wein gegessen, Xenophan. bei Ath. II, 54 d; Galen. – Übertr., τὸ αἰδοῖον τοῦ ἀνδρός, Ar. Ach. 801 Ran. 545.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 pois chiche (fruit et plante);
2 p. anal. c. πόσθη.
Étymologie: cf. ὄροβος, lat. ervum.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρέβινθος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «ῥεβίθι», Λατ. cicer, Ἰλ. Ν. 589· οἱ ἐρέβινθοι ἐτρώγοντο ὡμοὶ (ὡς τὰ ἀμύγδαλα) ἢ ἡψημένοι (ὡς τὰ κάστανα), μετὰ τὸ φαγητὸν ὡς τράγημα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1136, κ. ἀλλ., Κρώβυλος κ. ἄλλοι παρ’ Ἀθην. 54Ε· ἐρ. καὶ κύαμοι Πλάτ. Πολ. 372C: - τὸ φυτόν, ἡ «ῥεβιθιά», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 3, 2, κτλ. ΙΙ μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρικοῦ αἰδοίου, Ἀριστοφ. Ἀχ. 801, Βάτρ. 545, Ἡσύχ., πρβλ. κριθὴ IV. (Συγγενὲς τῷ ὄροβος, Λατ. ervum, Παλαιο-Γερμ. araw-eiz (Γερμ. Erbse).)
Greek Monolingual
ο (AM ἐρέβινθος)
1. το φυτό ρεβιθιά
2. ο καρπός της ρεβιθιάς, το ρεβίθι
μσν.
(με προσωποποίηση του ουσ.) Ερέβινθος
Ρέβιθος
αρχ.
μτφ. το ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ινθος, πιθ. δάνειο μιας μεσογειακής γλώσσας, και συνδέεται αφ’ ενός με τη λ. όροβος και αφ’ ετέρου με λατ. ervum «όροφος, φακή», αρχ. άνω γερμ. araweiz «μπιζέλι», αν και το w τών τύπων δεν αντιστοιχεί προς το β του ελλ. τύπου ερέβινθος. Είναι πιθανόν εξάλλου η λ. να προέρχεται από κάποιο ιδίωμα της Μικράς Ασίας ή της Α. Μεσογείου, όπου πρωτοεμφανίστηκε το φυτό].
Greek Monotonic
ἐρέβινθος: ὁ, είδος ξηρού καρπού, ρεβίθι, Λατ. cicer, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.· πρβλ. ὄροβος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρέβινθος: ὁ
1) турецкий горох (Cicer arietinum) Plat., Arst., Plut.;
2) шутл. = membrum virile Arph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: chick-pea (Il.).
Derivatives: Deminut. ἐρεβίνθιον (pap.) and ἐρεβινθώδης (Thphr.), ἐρεβίνθειος (Zen.), ἐρεβινθιαῖος (Dsk.), ἐρεβίνθινος (H., Phot., Suid.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eastmediterr.?
Etymology: To ὄροβος id. (s. v.) with the Pre-Greek suffix -ινθος (Schwyzer 526, Chantraine Formation 370; s. also Kretschmer Glotta 30, 133). Further to Lat. ervum a kind of vetch, with which some Celtic and Germanic words for pea etc. are compared: OHG araweiz, arwiz pea, MIr. orbaind grain. The word may come from the eastern Mediterranean area, s. W.-Hofmann ervum. Cf. also (-ινθος < *-ιθος to -weiz in ara-weiz?) Kuiper Μνήμης χάριν 1, 217f., Deroy Glotta 35, 180ff. - Skt. aravinda- n. lotus flower does not belong here; cf. Mayrhofer Wb. s. v.
Middle Liddell
ἐρέβινθος, ὁ,
a kind of pulse, chick pea, Lat. cicer, Il., Ar. Cf. ὄροβος.
Frisk Etymology German
ἐρέβινθος: {erébinthos}
Grammar: m.
Meaning: Kichererbse (seit Il.).
Derivative: Davon das Deminutivum ἐρεβίνθιον (Pap.) und die ebenfalls vereinzelt belegten ἐρεβινθώδης (Thphr.), -ειος (Zen.), -ιαῖος (Dsk.), -ινος (H., Phot., Suid.).
Etymology: Ohne Zweifel zu ὄροβος Kichererbse (s. d.) mit dem fremden Suffix -ινθος (Schwyzer 526, Chantraine Formation 370; s. noch Kretschmer Glotta 30, 133). In Betracht kommt ferner lat. ervum eine Art Wicke, womit einige keltische und germanische Wörter für Erbse zusammengestellt werden: ahd. araweiz, arwiz Erbse, mir. orbaind Körner. Das Wort stammt wahrscheinlich aus dem ostmediterranen Raum, s. W.-Hofmann ervum. Nach v. Windekens Le Pélasgique 11 usw. pelasgisch. Weitere unsichere Hypothesen (-ινθος < *-ιθος zu -weiz in ara-weiz?) bei Kuiper Μνήμης χάριν 1, 217f., Deroy Glotta 35, 180ff. — Aind. aravinda- n. Lotusblume gehört nicht hierher; vgl. Mayrhofer Wb. s. v.
Page 1,549-550