διεκπίπτω: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
m (Text replacement - "‘([\w\s]+)’" to "‘$1’") |
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.2</i> διεξέπεσον;<br /> | |btext=<i>ao.2</i> διεξέπεσον;<br />s'échapper à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκπίπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 07:50, 22 August 2022
English (LSJ)
A issue, escape through, φωτὸς -πίπτοντος διὰ τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.45U., cf. Ph.Bel.57.3: abs., escape, Arist.Pr.910a17; exude, τῶν πόρων Plu.2.51a, Gal.10.948; τι Onos. 21.1, Hld.10.28; διὰ τῆς πόλεως Arr.An.1.8.7. 2 escape, εἰς Θήβας D.S.4.54, cf. 12.56. II spread abroad, of a proverbial saying, Eust.ad D.P.809.
German (Pape)
[Seite 618] (s. πίπτω), durch- u. herausfallen, sich durchschlagen, entkommen; Plut. Anton. 67; εἰς τοὔμπροσθεν Pelop. 17, u. öfter; εἰς Θήβας D. Sic. 4, 54; auch τὸν περίβολον, durch, Heliod. 10, 28.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπίπτω: ἐξορμῶ, πίπτω διὰ μέσου ἔξω, τινὸς Πλούτ. 2. 51Α· τι Ἡλιόδ. 10. 28, Ἀρρ. Ἀν. 1. 8, 13, κτλ. ΙΙ. διέρχομαι ἐντελῶς καὶ ἐξέρχομαι, Ἀριστ. Προβλ. 14. 14. - Ἐν Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 διεξέπαισεν εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή.
French (Bailly abrégé)
ao.2 διεξέπεσον;
s'échapper à travers.
Étymologie: διά, ἐκπίπτω.
Spanish (DGE)
A intr.
I c. idea de ‘atravesar’
1 pasar a través de, atravesar, cruzar hasta salir, c. διά y gen. ὁ δὲ τόνος διὰ τῶν τρημάτων διεκπίπτει τῶν τοῦ περιτρήτου Ph.Bel.57.3, τὸ δὲ πολὺ αὐτῶν διεκπίπτουσι διὰ τῶν Ἀκαρνάνων Paus.4.25.10, διεκπεσόντες διὰ τῆς πόλεως ἐς τὸ πεδίον ἐξέπιπτον Arr.An.1.8.7, διὰ τῶν ἀραιωμάτων ἡ ναῦς ἐς τὸ ἔσω διεξέπεσεν la nave se deslizó al interior a través de los intersticios (entre los dientes de la ballena), Luc.VH 1.30, tb. c. gen. (τὰ σπέρματα) οὐ διεκπίπτει τῶν στενοτέρων πόρων (las semillas) no pasan a través de los agujeros demasiado estrechos en la criba, Plu.2.51a.
2 pasar, abrirse paso c. giro prep. μόλις διεξέπεσε πρὸς τὴν τῶν πεζῶν φάλαγγα D.S.18.44, ἐπὶ σφᾶς διεκπεσεῖσθαί τινας διακόψαντας διπλῆν τὴν φάλαγγα Arr.An.3.14.5, τοῦ ... νεύρου τοῦ παρὰ τὸν κόκκυγα διεκπίπτοντος Gal.2.399, sin rég. διεκπεσόντας μέσους κατὰ νώτου γίγνεσθαι τῶν ἐναντίων Onas.21.1.
II c. énf. en la idea de ‘salir’
1 salir a través de c. διά y gen. τοῦ φωτὸς ... διεκπίπτοντος διὰ τῶν νεφῶν Epicur.Ep.[3] 101, οὐτ' ἂν διὰ τοῦ ὕδατος οὔτε διὰ τοῦ ἀέρος ... ἠδύνατο ἂν δ. τὸ φῶς Hero Spir.1 proem.p.24, tb. c. dat. διεξέπεσε ταύτῃ (τῇ Ὄσσᾳ) πρὸς θάλατταν ὁ Πηνειός el Peneo salió a través de él en dirección al mar Str.9.5.2
•escapar, huir cruzando διεξέπεσε διὰ τῆς φλογός D.S.1.57, διὰ μέσων τῶν πολεμίων D.S.17.28
•medic. salir, evacuarse βορβορυγμὸς ... διεκπεσὼν δι' οὔρων καὶ διαχωρημάτων el borborigmo siendo evacuado a través de la orina y las heces Hp.Coac.275.
2 salir o escapar, huir c. mov. hacia donde: c. εἰς y ac. διεκπεσεῖν εἰς Θήβας πρὸς Ἡρακλέα escapar a Tebas en busca de Heracles D.S.4.54, εἰς τὰς Ἀθήνας D.S.12.56, εἰς Ἱεροσόλυμα I.AI 14.334, c. ἐπὶ y gen. ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς δ. I.AI 19.136
•c. mov. desde donde: c. ἐκ y gen. o constr. anál. ὅταν ... διεκπίπτῃ τι δροσοειδῶς ἐκ τῶν ἀγγείων εἰς τὰς τῶν μυῶν χώρας cuando algo a modo de rocío sale de los vasos a las zonas musculares Gal.10.948, ἐκ τῶν στρατοπέδων Plu.Publ.22, ἐκ τοῦ πυρός Porph.VP 57, ἔνδοθεν αὐγὴ διεξέπιπτε Hld.1.12.2, οἱ σηπόμενοι χυμοὶ ... διεκπίπτοντες ἔξω τῶν ἀγγείων Aët.5.74
•abs. salir, escapar τῷ τὸ ἐντὸς θερμὸν κωλύεσθαι διεκπίπτειν debido a que el calor interno ve impedida su salida Arist.Pr.910a17, πνεῦμα μὴ διεκπῖπτον Hp.Coac.44, ἡ ὑγρότης Thphr.CP 4.14.1, μόλις διεξέπεσαν con gran esfuerzo lograron escapar D.S.19.19, τὴν ... γαστέρα ῥάψωμεν, ὡς μὴ ῥᾳδίως τὰ σπλάγχνα διεκπίπτοι Ach.Tat.3.21.2, la murena a través de un agujero en la red, Opp.H.3.120
•fig. salir, surgir ὥστε τάχα καὶ τὴν παροιμίαν ἐντεῦθεν διεκπεσεῖν τὴν λέγουσαν de tal modo que de ello surgió quizá el proverbio que dice ... Eust.in D.P.809.
III caer de una piedra, I.BI 5.272
•fig. fallar, fracasar en algo, c. gen. πάσης διεξέπεσες τῆς εὐχῆς tu plegaria entera cayó en saco roto Ephr.Syr.3.456E.
B tr. atravesar, franquear δ. ... τὸν περίβολον τοῦ στρατοῦ μὴ δυνάμενοι Hld.10.28.2.
Greek Monolingual
(Μ διεκπίπτω) εκπίπτω
μσν.- νεοελλ.
(για παροιμίες, φράσεις, λέξεις κ.λπ.) παίρνω άλλη σημασία, διαμορφώνομαι
αρχ.
1. εξέρχομαι, ξεφεύγω μέσα από κάτι
2. διαφεύγω, ξεφεύγω
3. αφιδρώνω
4. καταφεύγω («φυγεῖν ἐκ Κορίνθου καὶ διεκπεσεῖν εἰς Θήβας»)
5. αστοχώ, αποτυχαίνω.
Russian (Dvoretsky)
διεκπίπτω: (aor. 2 διεξέπεσον)
1) падать сквозь, проваливаться (τῶν στενοτέρων πόρων Plut.);
2) выходить, прорываться (τὸ ἐντὸς θερμὸν ἔξω διεκπίπτει Arst.);
3) убегать, ускользать (κρύφα Plut.; εἰς Θήβας Diod.).