πάνσοφος: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0462.png Seite 462]] auch [[πάσσοφος]] geschrieben, ganz weise, allweise; Eur. Herc. Fur. 188; Plat. Rep. X, 598 d u. öfter; Sp., auch adv., Poll. 4, 23. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0462.png Seite 462]] auch [[πάσσοφος]] geschrieben, ganz weise, allweise; Eur. Herc. Fur. 188; Plat. Rep. X, 598 d u. öfter; Sp., auch adv., Poll. 4, 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />tout à fait sage.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[σοφός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάνσοφος''': -ον, ὁ [[πάνυ]] [[σοφός]], ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Ἀποσπάσμ. 784˙ [[εὕρημα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 188˙ τὸ π. [[ὄνομα]] Αἰσχύλ˙ Ἱκέτ. 319˙ [[ὡσαύτως]] φέρεται [[πάσσοφος]], ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις τοῦ Πρωταγ. 315Ε, Πολ. 598D, Θεαιτ. 149D, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -φως, Πλάτ. Κωμ. (;) ἐν Meineke 1, σ. 196. | |lstext='''πάνσοφος''': -ον, ὁ [[πάνυ]] [[σοφός]], ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Ἀποσπάσμ. 784˙ [[εὕρημα]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 188˙ τὸ π. [[ὄνομα]] Αἰσχύλ˙ Ἱκέτ. 319˙ [[ὡσαύτως]] φέρεται [[πάσσοφος]], ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις τοῦ Πρωταγ. 315Ε, Πολ. 598D, Θεαιτ. 149D, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -φως, Πλάτ. Κωμ. (;) ἐν Meineke 1, σ. 196. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 21:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, most clever, π. κρότημα, of Odysseus, S.Fr.913; εὕρημα E.HF188; τὸ π. ὄνομα A. Supp.320; τὸν πάνσοφον ἀριθμὸν εὕρηκ' ἔξοχον σοφισμάτων Trag.Adesp.470.3:—also πάσσοφος, as in the best codd. of Pl.Prt.315e, Tht.149d, al., IG12(5).891.4 (Tenos). Adv. -φως Pl.Com.(?) 269 (= ip.196 Meineke), Steph.in Hp.1.92 D.
German (Pape)
[Seite 462] auch πάσσοφος geschrieben, ganz weise, allweise; Eur. Herc. Fur. 188; Plat. Rep. X, 598 d u. öfter; Sp., auch adv., Poll. 4, 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait sage.
Étymologie: πᾶν, σοφός.
Greek (Liddell-Scott)
πάνσοφος: -ον, ὁ πάνυ σοφός, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Ἀποσπάσμ. 784˙ εὕρημα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 188˙ τὸ π. ὄνομα Αἰσχύλ˙ Ἱκέτ. 319˙ ὡσαύτως φέρεται πάσσοφος, ἐν τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις τοῦ Πρωταγ. 315Ε, Πολ. 598D, Θεαιτ. 149D, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -φως, Πλάτ. Κωμ. (;) ἐν Meineke 1, σ. 196.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / πάνσοφος, -ον, Α και πάσσοφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γνωρίζει τα πάντα παντογνώστης («πάσσοφος γὰρ μοι δοκεῑ ἀνήρ εἶναι καὶ θεῑος», Πλατ.)
νεοελλ.
(το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πάνσοφος
μία από τις προσωνυμίες του Θεού. Επιρρ. πανσόφως και πάνσοφα ΝΜΑ
με μεγάλη σοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σοφος].
Greek Monotonic
πάνσοφος: και πάσ-σοφος, -ον, πάρα πολύ σοφός, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πάνσοφος: v.l. πάσσοφος 2
1) чрезвычайно мудрый, мудрейший, хитроумнейший (Ὀδυσσεύς Soph.; εὕρημα Eur.; δόγμα Plut.);
2) принадлежащий мудрецу (ὄνομα Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάνσοφος -ον ook πάσσοφος [πᾶς, σοφός] zeer wijs.
Middle Liddell
πάν-σοφος, ανδ πάσ-σοφος, ον,
all-wise, Eur., Plat.