πραγματώδης: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] ες, = [[πραγματοειδής]]; Isocr. 10, 2; Dem . 19, 270 vrbdt [[οὐδέν]] ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ' ὀχληρότερον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0693.png Seite 693]] ες, = [[πραγματοειδής]]; Isocr. 10, 2; Dem . 19, 270 vrbdt [[οὐδέν]] ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ' ὀχληρότερον.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />laborieux, pénible, fatigant.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πραγμᾰτώδης''': -ες, = [[πραγματοειδής]], Ἰσοκρ. 208C. ― Συγκρ. -ωδέστερον, Δημ. 427. 20.
|lstext='''πραγμᾰτώδης''': -ες, = [[πραγματοειδής]], Ἰσοκρ. 208C. ― Συγκρ. -ωδέστερον, Δημ. 427. 20.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />laborieux, pénible, fatigant.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾶγμα]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτώδης Medium diacritics: πραγματώδης Low diacritics: πραγματώδης Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: pragmatṓdēs Transliteration B: pragmatōdēs Transliteration C: pragmatodis Beta Code: pragmatw/dhs

English (LSJ)

ες, = πραγματοειδής, laborious, αἱ ἁλύσεις πρὸς τὰ τοιαῦτα -ῶδες Aen.Tact.39.7: Sup., Id.31.16; tedious, συγγράμματα Isoc.10.2 (Comp.); οὐδέν ἐστι -ωδέστερον D.19.270; πραγματῶδες τὸ τοῦτο παρατηρεῖν Phld.Rh.2.44 S.

German (Pape)

[Seite 693] ες, = πραγματοειδής; Isocr. 10, 2; Dem . 19, 270 vrbdt οὐδέν ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ' ὀχληρότερον.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
laborieux, pénible, fatigant.
Étymologie: πρᾶγμα, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμᾰτώδης: -ες, = πραγματοειδής, Ἰσοκρ. 208C. ― Συγκρ. -ωδέστερον, Δημ. 427. 20.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πρᾶγμα, -ατος]
1. ο πραγματοειδής
2. κουραστικός, ανιαρός, πληκτικόςοὐδέν ἐστι πραγματωδέστερον οὐδ' ὀχληρότερον τὸ καλῶς φρονεῖν τοῦ κακῶς», Φιλόδ.).
επίρρ...
πραγματωδῶς και πραγματιωδῶς, ΜΑ
πράγματι.

Greek Monotonic

πραγμᾰτώδης: -ες (εἶδος), κοπιώδης, ενοχλητικός· επίρρ. -δως, συγκρ. -έστερον, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πραγμᾰτώδης: утомительный, обременительный, тяжелый Isocr., Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πραγματώδης -ες [πρᾶγμα, εἶδος] lastig; van geschriften langdradig. Isocr. 10.2.

Middle Liddell

πραγμᾰτ-ώδης, ες εἶδος
laborious, troublesome: adv. -δως, comp. -έστερον Dem.