εὐμάθεια: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] ἡ, u. [[εὐμαθία]], ion. εὐμαθίη, Leichtigkeit im Lernen u. Auffassen, [[εὐμαθία]] [[κάλλιον]] ἢ [[δυσμαθία]] Plat. Charm. 159 d, wo es nachher durch [[ταχέως]] μανθάνειν erkl. wird; [[εὐμαθία]] καὶ [[μνήμη]] Men. 88 a; Rep. VI, 490 c [[εὐμάθεια]] u. [[μνήμη]]; in anderen Stellen schwankt die Lesart; – εὐμαθίη, Crinag. 4 (VI, 227); Leon. Al. 20 (VI, 325); Apollnds. 22 (IX, 280). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] ἡ, u. [[εὐμαθία]], ion. εὐμαθίη, Leichtigkeit im Lernen u. Auffassen, [[εὐμαθία]] [[κάλλιον]] ἢ [[δυσμαθία]] Plat. Charm. 159 d, wo es nachher durch [[ταχέως]] μανθάνειν erkl. wird; [[εὐμαθία]] καὶ [[μνήμη]] Men. 88 a; Rep. VI, 490 c [[εὐμάθεια]] u. [[μνήμη]]; in anderen Stellen schwankt die Lesart; – εὐμαθίη, Crinag. 4 (VI, 227); Leon. Al. 20 (VI, 325); Apollnds. 22 (IX, 280). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />facilité à apprendre, docilité.<br />'''Étymologie:''' [[εὐμαθής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐμάθεια''': ἡ, [[εὐκολία]] εἰς τὸ μανθάνειν, [[εὐαγωγία]], εὐπείθεια, Πλάτ. Πολ. 490C· ὁ [[Πλάτων]] μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] καὶ τὸν ποιητικὸν τύπον [[εὐμαθία]], Πλάτ. ἐν Χαρμ. 159Ε, ἐν Μένωνι 88Α· Ἰων. ίη, Ἀνθ. Π. 6. 325, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ εὐνόητον πράγματός τινος, Ἐκκλ. | |lstext='''εὐμάθεια''': ἡ, [[εὐκολία]] εἰς τὸ μανθάνειν, [[εὐαγωγία]], εὐπείθεια, Πλάτ. Πολ. 490C· ὁ [[Πλάτων]] μεταχειρίζεται [[ὡσαύτως]] καὶ τὸν ποιητικὸν τύπον [[εὐμαθία]], Πλάτ. ἐν Χαρμ. 159Ε, ἐν Μένωνι 88Α· Ἰων. ίη, Ἀνθ. Π. 6. 325, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ εὐνόητον πράγματός τινος, Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:00, 1 October 2022
English (LSJ)
[μᾰ], ἡ, readiness in learning, docility, Pl.R.490c, Arist. Rh.1362b24, Call.Fr.32 P., etc.: pl., Ph.1.326: also in poet. form εὐμαθία, Pl.Chrm.159e, Men.88a: Ion. -ιη AP6.325 (Leon.Alex.), al.
German (Pape)
[Seite 1079] ἡ, u. εὐμαθία, ion. εὐμαθίη, Leichtigkeit im Lernen u. Auffassen, εὐμαθία κάλλιον ἢ δυσμαθία Plat. Charm. 159 d, wo es nachher durch ταχέως μανθάνειν erkl. wird; εὐμαθία καὶ μνήμη Men. 88 a; Rep. VI, 490 c εὐμάθεια u. μνήμη; in anderen Stellen schwankt die Lesart; – εὐμαθίη, Crinag. 4 (VI, 227); Leon. Al. 20 (VI, 325); Apollnds. 22 (IX, 280).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
facilité à apprendre, docilité.
Étymologie: εὐμαθής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμάθεια: ἡ, εὐκολία εἰς τὸ μανθάνειν, εὐαγωγία, εὐπείθεια, Πλάτ. Πολ. 490C· ὁ Πλάτων μεταχειρίζεται ὡσαύτως καὶ τὸν ποιητικὸν τύπον εὐμαθία, Πλάτ. ἐν Χαρμ. 159Ε, ἐν Μένωνι 88Α· Ἰων. ίη, Ἀνθ. Π. 6. 325, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ εὐνόητον πράγματός τινος, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐμάθεια, Α ποιητ. τ. εὐμαθία, ιων. τ. εὐμαθίη) ευμαθής
1. ευκολία στη μάθηση και στην κατανόηση, ταχυμάθεια («μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη», Πλάτ.)
2. διάθεση και κλίση για μάθηση, για απόκτηση γνώσεων
3. επιγρ. διδασκαλία, παίδευση.
Greek Monotonic
εὐμάθεια: και -ία, Ιων. -ίη, ἡ, ευκολία στην μάθηση, ευπείθεια, υπακοή, πραότητα, σε Πλάτ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμάθεια: ἡ способность к наукам, восприимчивость, понятливость Plat., Arst., Plut.
Middle Liddell
readiness in learning, docility, Plat., Anth. [from εὐμᾰθής]
English (Woodhouse)
docility, quickness at learning, quickness in learning, quickness of intelligence