εὐσυνειδησία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐσυνειδησία]]) [[ευσυνείδητος]]<br />[[τιμιότητα]], [[ευθύτητα]], [[ακεραιότητα]] του χαρακτήρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συναίσθηση]] του καθήκοντος, [[αφοσίωση]] στην [[εκτέλεση]] του καθήκοντος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ήρεμη [[συνείδηση]], [[έλλειψη]] τύψεων και ενοχών.
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐσυνειδησία]]) [[ευσυνείδητος]]<br />[[τιμιότητα]], [[ευθύτητα]], [[ακεραιότητα]] του χαρακτήρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συναίσθηση]] του καθήκοντος, [[αφοσίωση]] στην [[εκτέλεση]] του καθήκοντος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ήρεμη [[συνείδηση]], [[έλλειψη]] τύψεων και ενοχών.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das gute [[Gewissen]]</i>, Clem.Al.
}}
}}

Revision as of 17:09, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσυνειδησία Medium diacritics: εὐσυνειδησία Low diacritics: ευσυνειδησία Capitals: ΕΥΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ
Transliteration A: eusyneidēsía Transliteration B: eusyneidēsia Transliteration C: efsyneidisia Beta Code: eu)suneidhsi/a

English (LSJ)

ἡ, conscientiousness, integrity, PSI5.452.26 (iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσυνειδησία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ καλή συνείδησις, Κλήμ. Ἀλ. 797, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 255.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐσυνειδησία) ευσυνείδητος
τιμιότητα, ευθύτητα, ακεραιότητα του χαρακτήρα
νεοελλ.
συναίσθηση του καθήκοντος, αφοσίωση στην εκτέλεση του καθήκοντος
μσν.-αρχ.
ήρεμη συνείδηση, έλλειψη τύψεων και ενοχών.

German (Pape)

ἡ, das gute Gewissen, Clem.Al.