οἰνογεύστης: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οἰνογεύστης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ειδικός]] [[σωλήνας]] ο [[οποίος]] εμβαπτίζεται σε βαρέλια ή δεξαμενές οίνου για [[παραλαβή]] μικρής ποσότητας για [[δειγματοληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άτομο]] που δοκιμάζει με τη [[γεύση]] την [[ποιότητα]] του κρασιού, [[δοκιμαστής]] κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[γεύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[γεύομαι]]), [[πρβλ]]. [[πρωτογεύστης]].
|mltxt=ο (Α [[οἰνογεύστης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ειδικός]] [[σωλήνας]] ο [[οποίος]] εμβαπτίζεται σε βαρέλια ή δεξαμενές οίνου για [[παραλαβή]] μικρής ποσότητας για [[δειγματοληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άτομο]] που δοκιμάζει με τη [[γεύση]] την [[ποιότητα]] του κρασιού, [[δοκιμαστής]] κρασιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> [[γεύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[γεύομαι]]), [[πρβλ]]. [[πρωτογεύστης]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Weinkoster]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 17:06, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνογεύστης Medium diacritics: οἰνογεύστης Low diacritics: οινογεύστης Capitals: ΟΙΝΟΓΕΥΣΤΗΣ
Transliteration A: oinogeústēs Transliteration B: oinogeustēs Transliteration C: oinogeystis Beta Code: oi)nogeu/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, wine-taster, Archig. ap. Gal.8.944.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνογεύστης: -ου, ὁ, ὁ διὰ τῆς γεύσεως δοκιμάζων τὴν ποιότητα τοῦ οἴνου, μεταγεν., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.

Greek Monolingual

ο (Α οἰνογεύστης)
νεοελλ.
ειδικός σωλήνας ο οποίος εμβαπτίζεται σε βαρέλια ή δεξαμενές οίνου για παραλαβή μικρής ποσότητας για δειγματοληψία
αρχ.
άτομο που δοκιμάζει με τη γεύση την ποιότητα του κρασιού, δοκιμαστής κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + γεύστης (< γεύομαι), πρβλ. πρωτογεύστης.

German (Pape)

ὁ, der Weinkoster, Sp.