ἠπειρογενής: Difference between revisions
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1173.png Seite 1173]] ές, auf dem Festlande geboren; so heißen die Perser Aesch. Pers. 42. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1173.png Seite 1173]] ές, auf dem Festlande geboren; so heißen die Perser Aesch. Pers. 42. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />né sur la terre ferme.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπειρος]], [[γίγνομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠπειρογενής''': -ές, (γενέσθαι) γεγεννημένος ἢ ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῆς ἠπείρου, [[ἠπειρώτης]], περὶ τῶν Περσῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, ἴδε Blomf. Gloss. καὶ πρβλ. [[ἤπειρος]] ΙΙΙ. | |lstext='''ἠπειρογενής''': -ές, (γενέσθαι) γεγεννημένος ἢ ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῆς ἠπείρου, [[ἠπειρώτης]], περὶ τῶν Περσῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, ἴδε Blomf. Gloss. καὶ πρβλ. [[ἤπειρος]] ΙΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:28, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, (γενέσθαι) born or living in the mainland, ἔθνος, of the Lydians and Ionians, A.Pers.42.
German (Pape)
[Seite 1173] ές, auf dem Festlande geboren; so heißen die Perser Aesch. Pers. 42.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né sur la terre ferme.
Étymologie: ἤπειρος, γίγνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπειρογενής: -ές, (γενέσθαι) γεγεννημένος ἢ ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῆς ἠπείρου, ἠπειρώτης, περὶ τῶν Περσῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, ἴδε Blomf. Gloss. καὶ πρβλ. ἤπειρος ΙΙΙ.
Greek Monolingual
ἠπειρογενής, -ές (Α)
ο κάτοικος μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε αντίθεση με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + -γενής < γένος (πρβλ. γηγενής, ομογενής)].
Greek Monotonic
ἠπειρογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε ή ζει στην ξηρά, που διαβιεί στην ήπειρο, ο ηπειρώτης, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἠπειρογενής: населяющий материк, т. е. Азию (ἔθνος Aesch.).
Middle Liddell
ἠπειρο-γενής, ές γίγνομαι
born or living in the mainland, Aesch.