ὁσημέραι: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0394.png Seite 394]] = ὅσαι ἡμέραι, soviel Tage wie sind, täglich, Tag für Tag (quotidie, = quotquot dies); Ar. Plut. 1007; Plat. Legg. VIII, 849 d; Ath. VIII, 331 c XV, 696 b; mit folgendem [[ἕως]] ἄν, Dem. 24, 33, im Gesetz; Luc. Nigr. 20 Hermot. 59. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0394.png Seite 394]] = ὅσαι ἡμέραι, soviel Tage wie sind, täglich, Tag für Tag (quotidie, = quotquot dies); Ar. Plut. 1007; Plat. Legg. VIII, 849 d; Ath. VIII, 331 c XV, 696 b; mit folgendem [[ἕως]] ἄν, Dem. 24, 33, im Gesetz; Luc. Nigr. 20 Hermot. 59. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />chaque jour.<br />'''Étymologie:''' [[ὅσος]], [[ἡμέρα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁσημέραι''': Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ὅσαι ἡμέραι, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Λατ. quotidie, καὶ μὴν πρὸ τοῦ γ’ [[ὁσημέραι]] ... ἐπὶ τὴν θύραν ἐβάδιζεν ἀεὶ τὴν ἐμὴν Ἀριστοφ. Πλ. 1006, Θουκ. 7. 27, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36· οὐ παύσεται δι’ ἡμέρας [[ὁσημέραι]] τροχάζων, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας καθ’ ἑκάστην, Ἕρμιππος ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1. 6· ὁσ. ἕως ἄν …, παρὰ Δημ. 707. 13· [[διῃρημένως]], ὅσαι ἡμέραι Θεμίστ. 192D, ([[οὕτως]] ἐν Ὀδ. Ξ. 93, ὅσσαι. νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διὸς εἰσιν) [[οὕτως]], ὅσα ἔτη ἢ ὁσέτη, Λατ. quotannis, Ἀριστοφ. Θεσμ. 624, Ξεν. Ἀθ. 3, 4· ὅσοι μῆνες, κατὰ μῆνα, ἕκαστον μῆνα, Δημ. 744. 25· ὅσαι ὧραι, πᾶσαν ὥραν, Θεμίστ. 192D, κτλ., [[ὅπερ]] φέρεται [[ὁσῶραι]] ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 339. 62· ἀλλὰ ὅσαι ὧραι [[αὐτόθι]] 92. 23· πρβλ. Γρηγόρ. Κορίνθου 64. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 114, 512. | |lstext='''ὁσημέραι''': Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ὅσαι ἡμέραι, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Λατ. quotidie, καὶ μὴν πρὸ τοῦ γ’ [[ὁσημέραι]] ... ἐπὶ τὴν θύραν ἐβάδιζεν ἀεὶ τὴν ἐμὴν Ἀριστοφ. Πλ. 1006, Θουκ. 7. 27, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36· οὐ παύσεται δι’ ἡμέρας [[ὁσημέραι]] τροχάζων, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας καθ’ ἑκάστην, Ἕρμιππος ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1. 6· ὁσ. ἕως ἄν …, παρὰ Δημ. 707. 13· [[διῃρημένως]], ὅσαι ἡμέραι Θεμίστ. 192D, ([[οὕτως]] ἐν Ὀδ. Ξ. 93, ὅσσαι. νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διὸς εἰσιν) [[οὕτως]], ὅσα ἔτη ἢ ὁσέτη, Λατ. quotannis, Ἀριστοφ. Θεσμ. 624, Ξεν. Ἀθ. 3, 4· ὅσοι μῆνες, κατὰ μῆνα, ἕκαστον μῆνα, Δημ. 744. 25· ὅσαι ὧραι, πᾶσαν ὥραν, Θεμίστ. 192D, κτλ., [[ὅπερ]] φέρεται [[ὁσῶραι]] ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 339. 62· ἀλλὰ ὅσαι ὧραι [[αὐτόθι]] 92. 23· πρβλ. Γρηγόρ. Κορίνθου 64. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 114, 512. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:59, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv. for ὅσαι ἡμέραι, as many days as are, i. e. daily, day by day, Th.7.27, Ar.Pl.1006, Pl.Lg.849d, Alex.28, Phld.Ir.p.61 W.; δι' ἡμέρας ὁ. all day and every day, Hermipp.4; ὁ. ἕως ἄν . . Lexap. D.24.23 : divisim, ὅσαι ἡμέραι Hyp.Ath.19, Arist.Ath.43.3, Them. Or.15.192d (so in Od.14.93, ὅσσαι . . νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν):—so ὅσα ἔτη, every year, X.Ath.3.4; ὁσέτη, Ar.Th.624; ὅσοι μῆνες, every month, D.24.142; ὅσαι ὧραι, every hour, Them.l. c., etc.
German (Pape)
[Seite 394] = ὅσαι ἡμέραι, soviel Tage wie sind, täglich, Tag für Tag (quotidie, = quotquot dies); Ar. Plut. 1007; Plat. Legg. VIII, 849 d; Ath. VIII, 331 c XV, 696 b; mit folgendem ἕως ἄν, Dem. 24, 33, im Gesetz; Luc. Nigr. 20 Hermot. 59.
French (Bailly abrégé)
adv.
chaque jour.
Étymologie: ὅσος, ἡμέρα.
Greek (Liddell-Scott)
ὁσημέραι: Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ὅσαι ἡμέραι, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Λατ. quotidie, καὶ μὴν πρὸ τοῦ γ’ ὁσημέραι ... ἐπὶ τὴν θύραν ἐβάδιζεν ἀεὶ τὴν ἐμὴν Ἀριστοφ. Πλ. 1006, Θουκ. 7. 27, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36· οὐ παύσεται δι’ ἡμέρας ὁσημέραι τροχάζων, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας καθ’ ἑκάστην, Ἕρμιππος ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1. 6· ὁσ. ἕως ἄν …, παρὰ Δημ. 707. 13· διῃρημένως, ὅσαι ἡμέραι Θεμίστ. 192D, (οὕτως ἐν Ὀδ. Ξ. 93, ὅσσαι. νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διὸς εἰσιν) οὕτως, ὅσα ἔτη ἢ ὁσέτη, Λατ. quotannis, Ἀριστοφ. Θεσμ. 624, Ξεν. Ἀθ. 3, 4· ὅσοι μῆνες, κατὰ μῆνα, ἕκαστον μῆνα, Δημ. 744. 25· ὅσαι ὧραι, πᾶσαν ὥραν, Θεμίστ. 192D, κτλ., ὅπερ φέρεται ὁσῶραι ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 339. 62· ἀλλὰ ὅσαι ὧραι αὐτόθι 92. 23· πρβλ. Γρηγόρ. Κορίνθου 64. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 114, 512.
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁσημέραι)
επίρρ. από μέρα σε μέρα, καθώς περνούν οι μέρες, με τον καιρό
αρχ.
1. κάθε μέρα, καθημερινά («ὁσημέραι ἐξελαυνόντων τῶν ἱππέων», Θουκ.)
2. φρ. «δι' ἡμέρας ὁσημέραι» — όλη τη διάρκεια της ημέρας και κάθε μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὅσαι ἡμέραι].
Greek Monotonic
ὁσημέραι: επίρρ., αντί ὅσαι ἡμέραι, τόσες μέρες όσες είναι, δηλ. ημερησίως, μέρα με τη μέρα, Λατ. quotidie, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὁσημέραι: adv. (= ὅσαι ἡμέραι) что ни день, ежедневно Arph., Plat., Dem., Luc.
Middle Liddell
[adverb for ὅσαι ἡμέραι]
as many days as are, i. e. daily, day by day, Lat. quotidie, Ar., Thuc., etc.