Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεντηκόνταρχος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0558.png Seite 558]] ὁ, der Anführer von funfzig Mann; auch der Befehlshaber eines [[πεντηκόντορος]], Xen. Ath. 1, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0558.png Seite 558]] ὁ, der Anführer von funfzig Mann; auch der Befehlshaber eines [[πεντηκόντορος]], Xen. Ath. 1, 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>litt.</i> commandant de cinquante hommes ; <i>particul.</i> officier d'administration qui suppléait le triérarque pour l'administration ; commandant en second sur une galère.<br />'''Étymologie:''' [[πεντήκοντα]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πεντηκόνταρχος''': ὁ, ὁ [[διοικητής]], σώματος ἐκ [[πεντήκοντα]] ἀνδρῶν, [[ἀξιωματικός]] τις ὑπὸ τὸν τριήραρχον, Δημ. 1212. 6, καὶ 20., 1214. 13· καὶ αὕτη πρέπει νὰ [[εἶναι]] ἡ [[σημασία]] τῆς λέξ. ἐν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 2. ― ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει «[[πεντηκόνταρχος]]: ὁ τῆς πεντηκοντόρου ἄρχων, ὡς δηλοῖ Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τοῦ ἐπιτριηραρχήματος, ὅτι δὲ [[πεντηκόντορος]] ἐκαλεῖτο ἡ [[ναῦς]] ἡ ὑπὸ [[πεντήκοντα]] ἐρεσσομένη πρόδηλον»· ἀλλ’ ἴδε Böckh Inscr. Nav. σ. 120.
|lstext='''πεντηκόνταρχος''': ὁ, ὁ [[διοικητής]], σώματος ἐκ [[πεντήκοντα]] ἀνδρῶν, [[ἀξιωματικός]] τις ὑπὸ τὸν τριήραρχον, Δημ. 1212. 6, καὶ 20., 1214. 13· καὶ αὕτη πρέπει νὰ [[εἶναι]] ἡ [[σημασία]] τῆς λέξ. ἐν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 2. ― ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει «[[πεντηκόνταρχος]]: ὁ τῆς πεντηκοντόρου ἄρχων, ὡς δηλοῖ Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τοῦ ἐπιτριηραρχήματος, ὅτι δὲ [[πεντηκόντορος]] ἐκαλεῖτο ἡ [[ναῦς]] ἡ ὑπὸ [[πεντήκοντα]] ἐρεσσομένη πρόδηλον»· ἀλλ’ ἴδε Böckh Inscr. Nav. σ. 120.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>litt.</i> commandant de cinquante hommes ; <i>particul.</i> officier d'administration qui suppléait le triérarque pour l'administration ; commandant en second sur une galère.<br />'''Étymologie:''' [[πεντήκοντα]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκόνταρχος Medium diacritics: πεντηκόνταρχος Low diacritics: πεντηκόνταρχος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΡΧΟΣ
Transliteration A: pentēkóntarchos Transliteration B: pentēkontarchos Transliteration C: pentikontarchos Beta Code: penthko/ntarxos

English (LSJ)

ὁ, at Athens, A commander of fifty men, serving under the τριήραρχος, X. Ath. 1.2, D.50.18, 19, 24 (wrongly expld. by Harp. as commander of a πεντηκόντερος). 2 generally, leader of a company of fifty, LXX Ex. 18.21, 4 Ki.1.9.

German (Pape)

[Seite 558] ὁ, der Anführer von funfzig Mann; auch der Befehlshaber eines πεντηκόντορος, Xen. Ath. 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
litt. commandant de cinquante hommes ; particul. officier d'administration qui suppléait le triérarque pour l'administration ; commandant en second sur une galère.
Étymologie: πεντήκοντα, ἄρχω.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκόνταρχος: ὁ, ὁ διοικητής, σώματος ἐκ πεντήκοντα ἀνδρῶν, ἀξιωματικός τις ὑπὸ τὸν τριήραρχον, Δημ. 1212. 6, καὶ 20., 1214. 13· καὶ αὕτη πρέπει νὰ εἶναισημασία τῆς λέξ. ἐν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1. 2. ― ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει «πεντηκόνταρχος: ὁ τῆς πεντηκοντόρου ἄρχων, ὡς δηλοῖ Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τοῦ ἐπιτριηραρχήματος, ὅτι δὲ πεντηκόντορος ἐκαλεῖτο ἡ ναῦς ἡ ὑπὸ πεντήκοντα ἐρεσσομένη πρόδηλον»· ἀλλ’ ἴδε Böckh Inscr. Nav. σ. 120.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(στην αρχαία Αθήνα) ο πέμπτος στην ιεραρχία αξιωματικός πολεμικού πλοίου ο οποίος διοικούσε σώμα από πενήντα άνδρες και βοηθούσε τον τριήραρχο στην επιτέλεση του έργου του
αρχ.
διοικητής, αρχηγός στρατιωτικού σώματος πενήντα ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -αρχος].

Greek Monotonic

πεντηκόνταρχος: ὁ, ο αρχηγός πενήντα αντρών, σε Ξεν., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πεντηκόνταρχος:пентеконтарх, начальник отряда в пятьдесят человек (преимущ. гребцов) Dem., Xen.

Middle Liddell

πεντηκόντ-αρχος, ὁ,
the commander of fifty men, Xen., Dem.