σέσελις: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0872.png Seite 872]] ein Pflanzengeschlecht, Arist. H. A. 9, 5, sonst [[σίλι]], σιλικύπριον, auch [[κῖκι]] genannt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0872.png Seite 872]] ein Pflanzengeschlecht, Arist. H. A. 9, 5, sonst [[σίλι]], σιλικύπριον, auch [[κῖκι]] genannt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />plante de l'espèce du ricin.<br />'''Étymologie:''' DELG mot égyptien. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σέσελις''': -εως, ἡ, [[θάμνος]] τις τοῦ [[αὐτοῦ]] εἴδους καὶ κρότων ἢ [[σίλι]] (Tordylium officinale, κατὰ τὸν Littré εἰς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387), Ἀιστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 1, Διοσκ. 3. 54-56, Πλούτ. 2. 383Ε· - [[ὡσαύτως]] σέσελι, τό, Ἄλεξις ἐν «Λεβ.» 2. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σέσελι· πόα τις». | |lstext='''σέσελις''': -εως, ἡ, [[θάμνος]] τις τοῦ [[αὐτοῦ]] εἴδους καὶ κρότων ἢ [[σίλι]] (Tordylium officinale, κατὰ τὸν Littré εἰς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387), Ἀιστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 1, Διοσκ. 3. 54-56, Πλούτ. 2. 383Ε· - [[ὡσαύτως]] σέσελι, τό, Ἄλεξις ἐν «Λεβ.» 2. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σέσελι· πόα τις». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[σέσελι]], σεσέλεως, το, ΝΑ, και [[σίλι]], και [[σέσελις]], -έλεως, ἡ, και [[σέσιλις]], -ίλεως, ἡ, Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] απιίδες της τάξης απιώδη, με 60 [[περίπου]] είδη, [[πέντε]] από τα οποία απαντούν αυτοφυή στην [[Ελλάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειες λ., πιθανότατα αιγυπτιακής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> και τον τ. [[σιλλικύπριον]]). Ο [[σχηματισμός]] της λ. [[σέσελι]] θυμίζει τα [[πέπερι]], [[σινάπι]]. Τα λατ. <i>[[seselis]]</i> / <i>[[sil]]</i> [[είναι]] [[επίσης]] δάνειες λ.]. | |mltxt=[[σέσελι]], σεσέλεως, το, ΝΑ, και [[σίλι]], και [[σέσελις]], -έλεως, ἡ, και [[σέσιλις]], -ίλεως, ἡ, Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] απιίδες της τάξης απιώδη, με 60 [[περίπου]] είδη, [[πέντε]] από τα οποία απαντούν αυτοφυή στην [[Ελλάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνειες λ., πιθανότατα αιγυπτιακής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> και τον τ. [[σιλλικύπριον]]). Ο [[σχηματισμός]] της λ. [[σέσελι]] θυμίζει τα [[πέπερι]], [[σινάπι]]. Τα λατ. <i>[[seselis]]</i> / <i>[[sil]]</i> [[είναι]] [[επίσης]] δάνειες λ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, hartwort, Tordylium officinale, Arist.HA611a18, Plu.2.383e:—also σέσελι, τό, Hp.Acut.23, Alex.127.8, Thphr.HP 9.15.5; σέσελι κρητικόν Dsc.3.54; other kinds, σέσελι μασσαλιωτικόν = Massilian hartwort, Seseli tortuosum, ib.53; σέσελι αἰθιοπικόν = hare's ear, Bupleurum fruticosum, ibid.; σέσελι ἐν Πελοποννήσῳ = golden cow-parsnip, Malabaila aurea, ibid.; σέσελι Κύπριον = κίκι, Id.4.161.
German (Pape)
[Seite 872] ein Pflanzengeschlecht, Arist. H. A. 9, 5, sonst σίλι, σιλικύπριον, auch κῖκι genannt.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
plante de l'espèce du ricin.
Étymologie: DELG mot égyptien.
Greek (Liddell-Scott)
σέσελις: -εως, ἡ, θάμνος τις τοῦ αὐτοῦ εἴδους καὶ κρότων ἢ σίλι (Tordylium officinale, κατὰ τὸν Littré εἰς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387), Ἀιστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 1, Διοσκ. 3. 54-56, Πλούτ. 2. 383Ε· - ὡσαύτως σέσελι, τό, Ἄλεξις ἐν «Λεβ.» 2. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σέσελι· πόα τις».
Greek Monolingual
σέσελι, σεσέλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, -έλεως, ἡ, και σέσιλις, -ίλεως, ἡ, Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες της τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα οποία απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειες λ., πιθανότατα αιγυπτιακής προέλευσης (πρβλ. και τον τ. σιλλικύπριον). Ο σχηματισμός της λ. σέσελι θυμίζει τα πέπερι, σινάπι. Τα λατ. seselis / sil είναι επίσης δάνειες λ.].