ἀριθμητικός: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)riqmhtiko/s | |Beta Code=a)riqmhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[reckoning]], [[skilled therein]], ἄνθρωπος <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>453e</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[arithmetical]], μέσα <span class="bibl">Archyt.2</span>; ἀναλογία <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1106a35</span>; τὸ ἓν ἁπλῶς οὐκ ἦν ἀ. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>117</span>; <b class="b3">ἡ ἀριθμητική</b> (sc. [[τέχνη]]) [[arithmetic]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>525a</span>, al.; as a subject of competition, <span class="title">Inscr.Magn.</span>107; ἡ ἀ. ἐπιστήμη Plu. 2.979e. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib.643c, Theo Sm.p.116H. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">-κόν, τό,</b> [[land-tax]] in Egypt, τὸ τέλειον ἀ. <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>4415.14</span> (ii A. D.), etc.; ἡμιτέλειον ἀ. <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>330.6</span> (ii A. D.).</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[reckoning]], [[skilled therein]], ἄνθρωπος <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>453e</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[arithmetical]], μέσα <span class="bibl">Archyt.2</span>; ἀναλογία <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1106a35</span>; τὸ ἓν ἁπλῶς οὐκ ἦν ἀ. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>117</span>; <b class="b3">ἡ ἀριθμητική</b> (sc. [[τέχνη]]) [[arithmetic]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>525a</span>, al.; as a subject of competition, <span class="title">Inscr.Magn.</span>107; ἡ ἀ. ἐπιστήμη Plu. 2.979e. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib.643c, Theo Sm.p.116H. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> <b class="b3">-κόν, τό,</b> [[land-tax]] in Egypt, τὸ τέλειον ἀ. <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>4415.14</span> (ii A. D.), etc.; ἡμιτέλειον ἀ. <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>330.6</span> (ii A. D.).</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[experto en hacer cálculos]] [[ἄνθρωπος]] Pl.<i>Grg</i>.453e, cf. Ptol.<i>Iudic</i>.25.7.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[relativo a los números]], [[aritmético]] μέσα Archyt.B 2, [[ἀριθμός]] op. ‘[[número matemático]]’, Arist.<i>Metaph</i>.1083<sup>b</sup>16, ἰσότης Arist.<i>Pol</i>.1302<sup>a</sup>7, [[ἀναλογία]] Arist.<i>EN</i> 1106<sup>a</sup>35, μεσότης Plu.2.1019c<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ ἀ. [[la aritmética]] Pl.<i>R</i>.525a, op. [[γεωμετρία]] Arist.<i>Metaph</i>.982<sup>a</sup>28, <i>IM</i> 107.17 (II a.C.), Plu.2.979e<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[número cardinal]] op. ‘[[ordinal]]’, D.T.636.15, 637.25, Sch.D.T.243.1.<br /><b class="num">3</b> τὸ ἀριθμητικόν [[contribución]] o [[impuesto]] aplicado en Egipto a los poseedores de tierra catécica (cf. κατοικικός) ἀ. κατοίκων <i>OAshmolean</i> 24 (I a.C.), <i>SB</i> 8982.4 (II d.C.), <i>BGU</i> 817.4 (II d.C.), ἀ. τέλειον <i>PTeb</i>.361.5 (II d.C.), ἡμιτέλειον ἀ. <i>SB</i> 4415.12 (II d.C.).<br /><b class="num">4</b> prob. de moneda [[fiduciaria]] ἀριθμητικὴ μνᾶ anón. en <i>POxy</i>.3455.45.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[aritmética]] ἀ. οὐ γεωμετρικῶς τὸ δίκαιον Plu.2.643c, ἀ. τρισὶν ὑπερέχειν Theo Sm.116. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les nombres ; ἡ ἀριθμητική ([[τέχνη]]) PLAT l'art de compter, l'arithmétique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀριθμέω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne les nombres ; ἡ ἀριθμητική ([[τέχνη]]) PLAT l'art de compter, l'arithmétique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀριθμέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of or for reckoning, skilled therein, ἄνθρωπος Id.Grg.453e. II arithmetical, μέσα Archyt.2; ἀναλογία Arist.EN1106a35; τὸ ἓν ἁπλῶς οὐκ ἦν ἀ. Dam.Pr.117; ἡ ἀριθμητική (sc. τέχνη) arithmetic, Pl.R.525a, al.; as a subject of competition, Inscr.Magn.107; ἡ ἀ. ἐπιστήμη Plu. 2.979e. Adv. -κῶς ib.643c, Theo Sm.p.116H. III -κόν, τό, land-tax in Egypt, τὸ τέλειον ἀ. Sammelb.4415.14 (ii A. D.), etc.; ἡμιτέλειον ἀ. BGU330.6 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pers. experto en hacer cálculos ἄνθρωπος Pl.Grg.453e, cf. Ptol.Iudic.25.7.
2 de abstr. relativo a los números, aritmético μέσα Archyt.B 2, ἀριθμός op. ‘número matemático’, Arist.Metaph.1083b16, ἰσότης Arist.Pol.1302a7, ἀναλογία Arist.EN 1106a35, μεσότης Plu.2.1019c
•subst. ἡ ἀ. la aritmética Pl.R.525a, op. γεωμετρία Arist.Metaph.982a28, IM 107.17 (II a.C.), Plu.2.979e
•subst. τὸ ἀ. número cardinal op. ‘ordinal’, D.T.636.15, 637.25, Sch.D.T.243.1.
3 τὸ ἀριθμητικόν contribución o impuesto aplicado en Egipto a los poseedores de tierra catécica (cf. κατοικικός) ἀ. κατοίκων OAshmolean 24 (I a.C.), SB 8982.4 (II d.C.), BGU 817.4 (II d.C.), ἀ. τέλειον PTeb.361.5 (II d.C.), ἡμιτέλειον ἀ. SB 4415.12 (II d.C.).
4 prob. de moneda fiduciaria ἀριθμητικὴ μνᾶ anón. en POxy.3455.45.
II adv. -ῶς aritmética ἀ. οὐ γεωμετρικῶς τὸ δίκαιον Plu.2.643c, ἀ. τρισὶν ὑπερέχειν Theo Sm.116.
German (Pape)
[Seite 351] zum Zählen, Rechnen gehörig, geschickt, es verstehend, ἄνθρωπος Plat. Gorg. 453 e; η ἀριθμητική, sc. τέχνη, die Rechenkunst, 451 e, u. öfter auch Sp. – Adv., Plut. Symp. 2, 10, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριθμητικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ ἀριθμεῖν ἀνήκων, ὁ ἱκανός, ἐπιτήδειος πρὸς τοῦτο, ἀριθμητικὸς ἄνθρωπος Πλάτ. Γοργ. 453Ε· ἀναλογία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 7: ἡ ἀριθμητικὴ (ἐνν. τέχνη), ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· ἀριθμητική, ἄνευ ἄρθρου, ὁ αὐτ. Γοργ. 450D· ἡ ἀρ. ἐπιστήμη Πλούτ. 2. 979Ε· πρβλ. λογιστικὸς 1. - Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 643C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les nombres ; ἡ ἀριθμητική (τέχνη) PLAT l'art de compter, l'arithmétique.
Étymologie: ἀριθμέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀριθμητικός, -ή, -όν) αριθμητός
1. ο σχετικός με την αρίθμηση, τους αριθμούς και την αριθμητική
2. αυτός που εκφράζεται με αριθμούς ή εκφράζει αριθμούς
3. το θηλ. ως ουσ. η αριθμητική
η επιστήμη των αριθμών
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η αριθμητική
το βιβλίο που περιέχει τη διδασκαλία των αριθμητικών πράξεων
2. (το ουδ. στον πληθ.) τα αριθμητικά
επίθετα ή επιρρήματα που εκφράζουν αριθμούς ή αριθμητικές έννοιες και σχέσεις
αρχ.
επιδέξιος, ικανός στην αρίθμηση.
Greek Monotonic
ἀριθμητικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην αρίθμηση, αριθμητικός, υπολογιστικός, σε Πλάτ.· ἡ ἀριθμητική (ενν. τέχνη), η αριθμητική, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀριθμητικός:
1) искусный в счете Plat., Plut.;
2) числовой, арифметический (ἀναλογία, μεσότης Arst.);
3) счетный (ἐπιστήμη Plut.).
Middle Liddell
[from ἀριθμέω
of or for reckoning, arithmetical, Plat.: ἡ ἀριθμητική (sc. τέχνη) arithmetic, Plat.