σημειοφόρος: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σημειοφόρος:''' ὁ Plut. = [[σημαιοφόρος]]. | |elrutext='''σημειοφόρος:''' ὁ Plut. = [[σημαιοφόρος]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx=Armenian: դրոշակակիր; Bulgarian: знаменосец; Buryat: тугша; Catalan: portaestendard; Danish: fanebærer, fændrik; French: [[porte-étendard]]; Greek: [[σημαιοφόρος]]; Ancient Greek: [[σημειοφόρος]], [[σημεαφόρος]], [[σημηαφόρος]], [[σημιαφόρος]], [[σημιαφώρος]], [[σιμιαφόρος]], [[σημαιαφόρος]], [[σημαιοφόρος]], [[σημιαφόρος]]; Greenlandic: erfalasulisartoq; Italian: [[portabandiera]]; Japanese: 旗手; Latin: [[vexillarius]], [[signifer]]; Persian: پرچمدار; Polish: poczet sztandarowy, chorąży; Portuguese: [[porta-bandeira]], [[porta-estandarte]]; Russian: [[знаменосец]]; Spanish: [[abanderado]], [[abanderada]], [[portaestandarte]]; Swedish: fanbärare; Tagalog: abanderado; Welsh: banerwr | |||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 29 September 2022
English (LSJ)
ὁ,
A standard-bearer, Sammelb.599.7, al. (Ptolemaic), D.H.8.65, Plu. Brut.43:—also σημεαφόρος BGU600.10,12 (ii/iii A.D.), PFlor.278 iii 30 (iii A.D.), IGRom.3.57 (Prusias), CIG4957e (Egypt); σημηαφόρος Sammelb.979.7 (Alexandria, i A.D.), CIL3.6026 (Syene), Stud.Pal.22.92 (iii A.D.); σημιαφόρος Supp.Epigr.6.535 (Isauria), Judeich Altertümer von Hierapolis No.153; σημιαφώρος PHamb. 39No.16; σιμιαφόρος ib.No.45 (ii A.D.); σημαιαφόρος (with v.l. σημαιοφόρος) Plb.6.24.6, J.BJ6.1.7; σημαιοφόρος also in Plu.Galb. 22.
II = σημεία 1.1 b, in form σημιαφόρος, Jahresh.13.201 (Alabanda, ii A.D.).
III signaller, Ascl.Tact.2.9, 6.3.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σημειοφόρος -ου, ὁ [σημεῖον, φέρω] vaandeldrager.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μσν.
(για αγίους) θαυματουργός
αρχ.
1. ο σημαιοφόρος
2. στρ. αυτός που μεταδίδει το σύνθημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + -φόρος].
Greek (Liddell-Scott)
σημειοφόρος: -ον, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ σημαιοφόρος παρὰ τῷ Διον. Ἁλ. 8. 65, Πλουτ. Βροῦτ. 43. ΙΙ. ὁ ποιῶν θαύματα, θαυματουργός, Βυζ. - Ρῆμα σημειοφορέω, Εὐστ. Θεσσ. σ. 672, ἔκδ. Mi.
German (Pape)
[Seite 875] = σημαιοφόρος; Plut. Brut. 43 D. Hal. 8, 65.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. σημαιοφόρος.
Étymologie: σημεῖον, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
σημειοφόρος: ὁ Plut. = σημαιοφόρος.
Translations
Armenian: դրոշակակիր; Bulgarian: знаменосец; Buryat: тугша; Catalan: portaestendard; Danish: fanebærer, fændrik; French: porte-étendard; Greek: σημαιοφόρος; Ancient Greek: σημειοφόρος, σημεαφόρος, σημηαφόρος, σημιαφόρος, σημιαφώρος, σιμιαφόρος, σημαιαφόρος, σημαιοφόρος, σημιαφόρος; Greenlandic: erfalasulisartoq; Italian: portabandiera; Japanese: 旗手; Latin: vexillarius, signifer; Persian: پرچمدار; Polish: poczet sztandarowy, chorąży; Portuguese: porta-bandeira, porta-estandarte; Russian: знаменосец; Spanish: abanderado, abanderada, portaestandarte; Swedish: fanbärare; Tagalog: abanderado; Welsh: banerwr