δυσμεταχείριστος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0684.png Seite 684]] schwer zu handhaben; στρατὸς [[ναυτικός]] Her. 7, 256, d. i. schwer anzugreifen; δίκτυα Xen. Cyn. 2, 6; übertr., [[παῖς]] Plat. Legg. VII, 808 d; Sp., wie Ael. N. A. 4, 44.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0684.png Seite 684]] schwer zu handhaben; στρατὸς [[ναυτικός]] Her. 7, 256, d. i. schwer anzugreifen; δίκτυα Xen. Cyn. 2, 6; übertr., [[παῖς]] Plat. Legg. VII, 808 d; Sp., wie Ael. N. A. 4, 44.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à manier (filet) ; <i>fig.</i> intraitable;<br /><b>2</b> difficile à attaquer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μεταχειρίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσμεταχείριστος''': -ον, δυσκολομεταχείριστος, [[παῖς]] Πλάτ. Νόμ. 808D· δίκτυα Ξεν. Κυν. 2, 6· ― [[δυσπρόσβλητος]], στρατὸς Ἡρόδ. 7. 236.
|lstext='''δυσμεταχείριστος''': -ον, δυσκολομεταχείριστος, [[παῖς]] Πλάτ. Νόμ. 808D· δίκτυα Ξεν. Κυν. 2, 6· ― [[δυσπρόσβλητος]], στρατὸς Ἡρόδ. 7. 236.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à manier (filet) ; <i>fig.</i> intraitable;<br /><b>2</b> difficile à attaquer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μεταχειρίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμεταχείριστος Medium diacritics: δυσμεταχείριστος Low diacritics: δυσμεταχείριστος Capitals: ΔΥΣΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dysmetacheíristos Transliteration B: dysmetacheiristos Transliteration C: dysmetacheiristos Beta Code: dusmetaxei/ristos

English (LSJ)

ον, A hard to manage, παῖς Pl.Lg.808d (Sup.), cf. Plu.Mar.37, al., Aen. Tact.39.7; ζῷα Ael.NA4.44; δίκτυα X.Cyn.2.6. 2 hard to attack, στρατός Hdt.7.236, J.BJ1.7.1; of the tortoise's shell, Hierocl. p.13 A.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas difícil de manejar o manipular ἁλύσεις Aen.Tact.39.7, δίκτυα ... ἐὰν δὲ ᾖ μείζω X.Cyn.2.5, del caparazón de la tortuga, Hierocl.2.24
de pers. Μάριον βαρὺν ... καὶ δυσμεταχείριστον οἰκέται δύο ... ἐξάραντες Plu.Mar.37.
2 difícil, dificultoso (διῶρυξ) δυσμεταχείριστον ἔχουσα τὸ στόμα Str.16.1.11
en cont. bélicos difícil de atacar, inabordable ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.7.236, τήν τε ὀχυρότητα τῶν τειχῶν δυσμεταχείριστον ὁρῶν I.BI 1.141
difícil de herir, inalcanzable c. dat. τοῖς ... παίουσι δ. de un general cubierto por su armadura, Plu.Arist.14.
II fig.
1 difícil de someter a disciplina, indócil de pers. παῖς Pl.Lg.808d, γυνή Aristaenet.1.17.25, de soldados διὰ ... ἀναρχίας δυσμεταχειρίστων γεγονότων Plu.Luc.7, cf. Brut.46
intratable κόλαξ Plu.2.61c, ἐχθρός Plu.2.86f, de un amigo pedante, Arr.Epict.2.15.14, de anim., Ael.NA 4.44
inasequible, difícil de persuadir c. dat. δ. λόγῳ Them.Or.34.460.
2 difícil de tratar, complejo de abstr., de un tema ἡ κληρονομία D.C.44.53.5, cf. Vett.Val.365.1, op. εὐεργής M.Ant.7.68, ὁ διδασκαλικὸς λόγος Gr.Nyss.M.46.313C, πρᾶγμα Synes.Ep.66 (p.106), ἡ θεραπεία Posidon. en Aët.6.21
neutr. subst. τὸ δ. la complejidad τῶν πραγμάτων D.C.53.9.6.
3 de enfermedades, suturas difícil de curar (τὸ πάθος) χρόνιον Gal.19.710, γαστρορραφίαι Gal.10.412, cf. 6.428.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu handhaben; στρατὸς ναυτικός Her. 7, 256, d. i. schwer anzugreifen; δίκτυα Xen. Cyn. 2, 6; übertr., παῖς Plat. Legg. VII, 808 d; Sp., wie Ael. N. A. 4, 44.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à manier (filet) ; fig. intraitable;
2 difficile à attaquer.
Étymologie: δυσ-, μεταχειρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμεταχείριστος: -ον, δυσκολομεταχείριστος, παῖς Πλάτ. Νόμ. 808D· δίκτυα Ξεν. Κυν. 2, 6· ― δυσπρόσβλητος, στρατὸς Ἡρόδ. 7. 236.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσμεταχείριστος, -ον)
1. (για πράγμα) αυτός τον οποίο δύσκολα μεταχειρίζεται κανείς
2. (για πρόσ.) όποιος δύσκολα μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί
αρχ.
εκείνος που δύσκολα προσβάλλεται, ο δυσπρόσβλητος.

Greek Monotonic

δυσμεταχείριστος: -ον (μεταχειρίζω), δύσκολος στον χειρισμό, στη χρήση, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσμεταχείριστος:
1) трудно управляемый, неудобный (δίκτυα Xen.);
2) с трудом поднимаемый, грузный (βαρὺς τῷ σώματι καὶ δ. Plut.);
3) неуязвимый, недоступный, неодолимый (στρατὸς ναυτικός Her.);
4) с которым трудно справиться, строптивый (παῖς Plat.).

Middle Liddell

δυσ-μεταχείριστος, ον μεταχειρίζω
hard to manage: hard to attack, Hdt.

English (Woodhouse)

unmanageable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)