βιοτή: Difference between revisions
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0446.png Seite 446]] ἡ (Nebenform von [[βίοτος]], vgl. s. v. [[βιός]]), das [[Leben]]; Hom. Odyss. 4, 565 τῇ περ ῥηίστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν; [[varia lectio|v.l.]] Iliad. 23, 411, wo Antilochos zu seinen Pferden sagt οὐ σφῶιν κομιδὴ παρὰ Νέστορι ἔσσεται, [[αὐτίκα]] δ' [[ὔμμε]] κατακτενεῖ ὀξέι χαλκῷ, Scholl. Didym. <b class="b2">[[κομιδή]]</b>: ἔν τισι <b class="b2">[[βιοτή]]</b>; Pind. Pyth. 4, 282; Aesch. Pers. 839 u. sp. D.; Lebensart, Xen. Cyr. 7, 2, 27 u. Sp.; Lebensunterhalt, Soph. Phil. 1151. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0446.png Seite 446]] ἡ (Nebenform von [[βίοτος]], vgl. s. v. [[βιός]]), das [[Leben]]; Hom. Odyss. 4, 565 τῇ περ ῥηίστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν; [[varia lectio|v.l.]] Iliad. 23, 411, wo Antilochos zu seinen Pferden sagt οὐ σφῶιν κομιδὴ παρὰ Νέστορι ἔσσεται, [[αὐτίκα]] δ' [[ὔμμε]] κατακτενεῖ ὀξέι χαλκῷ, Scholl. Didym. <b class="b2">[[κομιδή]]</b>: ἔν τισι <b class="b2">[[βιοτή]]</b>; Pind. Pyth. 4, 282; Aesch. Pers. 839 u. sp. D.; Lebensart, Xen. Cyr. 7, 2, 27 u. Sp.; Lebensunterhalt, Soph. Phil. 1151. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> vie;<br /><b>2</b> moyens d'existence, <i>particul.</i> aliments.<br />'''Étymologie:''' cf. [[βίοτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βιοτή''': ἡ, Λατ. [[vita]], = [[βίοτος]], [[βίος]] Ὀδ. Δ. 565, Φωκυλ. 10, Πίνδ. ΙΙ. 4. 503, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιητ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 852, Σοφ. Φ. 690, Εὐρ. Ἀνδ. 786· σπάν. παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 7. 47, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 27, Λουκ. ΙΙ. μέσα ζωῆς, εἰσόδημα, Σοφ. Φ. 164, 1160, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1452. | |lstext='''βιοτή''': ἡ, Λατ. [[vita]], = [[βίοτος]], [[βίος]] Ὀδ. Δ. 565, Φωκυλ. 10, Πίνδ. ΙΙ. 4. 503, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιητ., [[οἷον]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 852, Σοφ. Φ. 690, Εὐρ. Ἀνδ. 786· σπάν. παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 7. 47, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 27, Λουκ. ΙΙ. μέσα ζωῆς, εἰσόδημα, Σοφ. Φ. 164, 1160, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1452. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A = βίοτος, βίος, Od.4.565, Phoc. 10; ἑκατονταετὴς β. Pi.P.4.282: Trag. in lyr., A.Pers.853, S.Ph.690, E.Andr.785; rare in Prose, Hdt. 7.47, Democr. 200, 297, X.Cyr.7.2.27, Acl.NA2.23: metaph. of foods, τὰ ἀσθενέστερα σιτία ὀλιγοχρόνιον β. ἔχει Hp. Epid.6.5.14. II living, sustenance, S.Ph.164,1159, Ar.V.1452 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. -ά B.5.53, A.Pers.854
I en rel. c. los medios econ.
1 poder nutritivo τὰ ἀσθενέστατα σιτία ὀλιγοχρόνιον βιοτὴν ἔχει los alimentos más ligeros tienen un poder nutritivo de menor duración Hp.Epid.6.5.14 (cf. II 1).
2 medios de vida, sustento δίζεσθαι βιοτήν Phoc.9, cf. A.Fr.168.7, 246b, S.Ph.164, 1159, ἀρκεῖ μετρία β. μοι σώφρονος τραπέζης E.Fr.893, cf. Ar.V.1452, εὑρήμασι πρὸς βιοτάν Philox.Leuc.(b) 5.
3 modo de vida, vida ῥηΐστη β. πέλει ἀνθρώποισιν en el Elisio Od.4.565, B.l.c., βιοῦσιν οὐ τερπόμενοι βιοτῇ de los avaros, Democr.B 200, de un lagarto, Ael.NA 2.23.
II indep. de los medios econ.
1 tiempo de la vida, vida ἑκατονταέτης Pi.P.4.282, cf. Democr.B 297, τέρμα βιοτῆς SEG 29.1003 (Roma III d.C.), τὸ λειπόμενον βιοτᾶς Ariphro 1.2, cf. Lyr.Adesp.119.15, Plot.3.3.4, Nonn.Par.Eu.Io.12.25.
2 vida identificada c. el suj. vida personal, vida humana φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι Pi.N.7.54, πανδάκρυτος S.Ph.690, cf. E.Fr.916, ὦ δυστάνου, μᾶτερ, βιοτᾶς E.Hec.198, cf. Io 490, Epicur.Fr.[81].8, Orác. en Eun.VS 464, Nonn.Par.Eu.Io.5.29.
German (Pape)
[Seite 446] ἡ (Nebenform von βίοτος, vgl. s. v. βιός), das Leben; Hom. Odyss. 4, 565 τῇ περ ῥηίστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν; v.l. Iliad. 23, 411, wo Antilochos zu seinen Pferden sagt οὐ σφῶιν κομιδὴ παρὰ Νέστορι ἔσσεται, αὐτίκα δ' ὔμμε κατακτενεῖ ὀξέι χαλκῷ, Scholl. Didym. κομιδή: ἔν τισι βιοτή; Pind. Pyth. 4, 282; Aesch. Pers. 839 u. sp. D.; Lebensart, Xen. Cyr. 7, 2, 27 u. Sp.; Lebensunterhalt, Soph. Phil. 1151.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 vie;
2 moyens d'existence, particul. aliments.
Étymologie: cf. βίοτος.
Greek (Liddell-Scott)
βιοτή: ἡ, Λατ. vita, = βίοτος, βίος Ὀδ. Δ. 565, Φωκυλ. 10, Πίνδ. ΙΙ. 4. 503, καὶ παρ’ Ἀττ. ποιητ., οἷον Αἰσχύλ. Πέρσ. 852, Σοφ. Φ. 690, Εὐρ. Ἀνδ. 786· σπάν. παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 7. 47, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 27, Λουκ. ΙΙ. μέσα ζωῆς, εἰσόδημα, Σοφ. Φ. 164, 1160, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1452.
Greek Monolingual
βιοτή, η (AM)
η ζωή (ως κατάσταση), τρόπος ζωής
αρχ.
τα μέσα της ζωής, τα αναγκαία για τη συντήρηση, το εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βίος.
Greek Monotonic
βιοτή: ἡ,
I. βίοτος, βίος, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. Ποιητ.
II. μέσα ζωής, εισόδημα, σε Σοφ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βιοτή: ἡ Hom., Pind., Trag., Her., Xen. = βίοτος.
Middle Liddell
I. = βίοτος, βίος, Od., attic Poets.
II. a living, sustenance, Soph., Ar.