ἐκκινέω: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0762.png Seite 762]] herausbewegen; ἔλαφον, aufscheuchen, Soph. El. 557; übertr., [[ῥῆμα]], ausstoßen, O. R. 354; νόσον, aufregen, Trach. 975; σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ 1232; außer Fassung bringen, τοῖς σκώμμασι [[μᾶλλον]] ἢ ταῖς λοιδορίαις ἐκκινούμεθα Plut. Symp. 2, 1, 4. Vgl. [[ἐκκυνέω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0762.png Seite 762]] herausbewegen; ἔλαφον, aufscheuchen, Soph. El. 557; übertr., [[ῥῆμα]], ausstoßen, O. R. 354; νόσον, aufregen, Trach. 975; σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ 1232; außer Fassung bringen, τοῖς σκώμμασι [[μᾶλλον]] ἢ ταῖς λοιδορίαις ἐκκινούμεθα Plut. Symp. 2, 1, 4. Vgl. [[ἐκκυνέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> mettre en mouvement pour faire partir : ἔλαφον SOPH faire lever un cerf ; <i>fig.</i> [[ῥῆμα]] SOPH lâcher une parole ; νόσον SOPH faire naître une maladie;<br /><b>2</b> mettre hors de soi, émouvoir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κινέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκῑνέω''': [[ἐξεγείρω]] (ἐκ τῆς φωλέας), «ξιππάζω», ἐξεκίνησεν ποδοῖν στικτὸν κεράστην ἔλαφον Σοφ. Ἠλ. 567· μεταφ., [[διεγείρω]], [[ἐρεθίζω]], ἐκκ. τὴν νόσον Σοφ. Τρ. 979· «βγάζω εἰς τὸ [[μέσον]]», [[οὕτως]] ἀναιδῶς ἐξεκίνησας τόδε τὸ [[ῥῆμα]]; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 354· οὕτω, σὺ γάρ μ’ ἀπ’ εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ ὁ αὐτ. Τρ. 1242: ― Παθ., λοιδορίαις ἐκκινεῖσθαι Πλούτ. 2. 631D: ― Ἐν Ξεν. Κυν. 3. 10 διωρθώθη ἐκκυνοῦσι. | |lstext='''ἐκκῑνέω''': [[ἐξεγείρω]] (ἐκ τῆς φωλέας), «ξιππάζω», ἐξεκίνησεν ποδοῖν στικτὸν κεράστην ἔλαφον Σοφ. Ἠλ. 567· μεταφ., [[διεγείρω]], [[ἐρεθίζω]], ἐκκ. τὴν νόσον Σοφ. Τρ. 979· «βγάζω εἰς τὸ [[μέσον]]», [[οὕτως]] ἀναιδῶς ἐξεκίνησας τόδε τὸ [[ῥῆμα]]; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 354· οὕτω, σὺ γάρ μ’ ἀπ’ εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ ὁ αὐτ. Τρ. 1242: ― Παθ., λοιδορίαις ἐκκινεῖσθαι Πλούτ. 2. 631D: ― Ἐν Ξεν. Κυν. 3. 10 διωρθώθη ἐκκυνοῦσι. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:35, 2 October 2022
English (LSJ)
move out of[his lair], put up, ἔλαφον S.El.567: metaph., ἐ. τὴν νόσον Id.Tr.979 (anap.); τόδε τὸ ῥῆμα Id.OT354; so σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐ. κακοῦ Id.Tr.1242:—Pass., σκώμμασι μᾶλλον ἢ λοιδορίαις ἐκκινούμεθα Plu.2.631c.
Spanish (DGE)
(ἐκκῑνέω) 1 hacer salir de su cubil, levantar una pieza de caza ἐξεκίνησεν ... ἔλαφον S.El.567
•fig. suscitar, despertar νόσον S.Tr.978, τόδε τὸ ῥῆμα S.OT 354, σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ pues tú me despiertas de un mal que estaba adormecido S.Tr.1242.
2 intr. en v. med.-pas. conmoverse, sentirse afectado καὶ ἐξεκινήθη ἡ ψυχὴ βασιλέως LXX 4Re.6.11, τοῖς δὲ σκώμμασιν ... μᾶλλον ἢ ταῖς λοιδορίαις ἐκκινούμεθα Plu.2.631c, μὴ φυσικῶς οὕτως ἐκκινεῖσθαι S.E.M.9.33
•moverse, estar en movimiento ταῦτα (los números) ... μένοντα μέν, ἀριθμητικὰν καὶ γεωμετρίαν ἐγέννασεν, ἐκκινηθέντα δὲ ἁρμονίαν καὶ ἀστρονομίαν Clin.Pyth.Hell.108.
German (Pape)
[Seite 762] herausbewegen; ἔλαφον, aufscheuchen, Soph. El. 557; übertr., ῥῆμα, ausstoßen, O. R. 354; νόσον, aufregen, Trach. 975; σὺ γάρ μ' ἀπ' εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ 1232; außer Fassung bringen, τοῖς σκώμμασι μᾶλλον ἢ ταῖς λοιδορίαις ἐκκινούμεθα Plut. Symp. 2, 1, 4. Vgl. ἐκκυνέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 mettre en mouvement pour faire partir : ἔλαφον SOPH faire lever un cerf ; fig. ῥῆμα SOPH lâcher une parole ; νόσον SOPH faire naître une maladie;
2 mettre hors de soi, émouvoir.
Étymologie: ἐκ, κινέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκῑνέω: ἐξεγείρω (ἐκ τῆς φωλέας), «ξιππάζω», ἐξεκίνησεν ποδοῖν στικτὸν κεράστην ἔλαφον Σοφ. Ἠλ. 567· μεταφ., διεγείρω, ἐρεθίζω, ἐκκ. τὴν νόσον Σοφ. Τρ. 979· «βγάζω εἰς τὸ μέσον», οὕτως ἀναιδῶς ἐξεκίνησας τόδε τὸ ῥῆμα; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 354· οὕτω, σὺ γάρ μ’ ἀπ’ εὐνασθέντος ἐκκινεῖς κακοῦ ὁ αὐτ. Τρ. 1242: ― Παθ., λοιδορίαις ἐκκινεῖσθαι Πλούτ. 2. 631D: ― Ἐν Ξεν. Κυν. 3. 10 διωρθώθη ἐκκυνοῦσι.
Greek Monotonic
ἐκκῑνέω: μέλ. -ήσω, κινώ προς τα έξω, ἔλαφον, σε Σοφ.· μεταφ., διεγείρω, ερεθίζω, εξάπτω, συναρπάζω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκῑνέω:
1) досл. поднимать, перен. вспугивать, гнать, преследовать (ἔλαφον Soph.);
2) возбуждать, волновать, раздражать (τινα τοῖς σκώμμασι Plut.);
3) усиливать, растравлять (δεινὴ νόσον Soph.);
4) произносить, высказывать (τόδε τὸ ῥῆμα Soph.).
Middle Liddell
fut. ήσω
to move out of his lair, to put up, ἔλαφον Soph.: metaph. to stir up, rouse, excite, Plut.