εἰσδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0742.png Seite 742]] (s. [[δίδωμι]]), von Them. Mag. verworfen, findet sich als [[varia lectio|v.l.]] bei Her., sonst nur bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0742.png Seite 742]] (s. [[δίδωμι]]), von Them. Mag. verworfen, findet sich als [[varia lectio|v.l.]] bei Her., sonst nur bei Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσδίδωμι:''' ион. [[ἐσδίδωμι]]<br /><b class="num">1)</b> [[вливаться]], [[стекать]] (ἡ χιὼν τηκομένη ἐσδιδοῖ ἐς τὸν Ἴστρον Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[впадать]] ([[κρήνη]] ἐς τὸν ποταμὸν ἐσδιδοῦσα Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσδίδωμι:''' χρησιμ. αμτβ. όπως το [[εἰσβάλλω]] II. 2, λέγεται για ποτάμια, χύνομαι, [[εκβάλλω]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''εἰσδίδωμι:''' χρησιμ. αμτβ. όπως το [[εἰσβάλλω]] II. 2, λέγεται για ποτάμια, χύνομαι, [[εκβάλλω]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσδίδωμι:''' ион. [[ἐσδίδωμι]]<br /><b class="num">1)</b> [[вливаться]], [[стекать]] (ἡ χιὼν τηκομένη ἐσδιδοῖ ἐς τὸν Ἴστρον Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[впадать]] ([[κρήνη]] ἐς τὸν ποταμὸν ἐσδιδοῦσα Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[used intr. like [[εἰσβάλλω]]<br /><b class="num">II.</b> 2, of rivers, to [[flow]] [[into]], Hdt.
|mdlsjtxt=[used intr. like [[εἰσβάλλω]]<br /><b class="num">II.</b> 2, of rivers, to [[flow]] [[into]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 13:09, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσδίδωμι Medium diacritics: εἰσδίδωμι Low diacritics: εισδίδωμι Capitals: ΕΙΣΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: eisdídōmi Transliteration B: eisdidōmi Transliteration C: eisdidomi Beta Code: ei)sdi/dwmi

English (LSJ)

intr., of rivers, A flow into, ἐς.. dub. l. in Hdt.4.49, 50. II handin a report or memorandum, εἰ. περί τινος Aristeas 28, prob. in J.AJ12.2.3:—Pass., τὸ εἰσδοθέν PTeb.72.462 (ii B.C.); also of a question, to be brought up for discussion, ἐν ἀγάρρει IG14.759.12. 2 send in the name of a person liable to service or taxation, BGU619.8 (ii A.D.),1198.16(i A.D.), etc. b lay information against, τινά PSI4.417(ii B.C.), etc. 3 payin, PPetr. 2p.31 (iii B.C.).

Spanish (DGE)

I de cosas
1 presentar documentos, informes o proposiciones a instancias superiores τὼ κατακόω εἰσδόντω τὰν ζα[μ] ίαν τοῖς ἄρχουσιν IPArk.17.9 (Estínfalo IV a.C.), εἰσεδώκαμέν σοι ἔντευξιν κατὰ Λυσανίου PPetr.2.12.3.3 (III a.C.), cf. PEnteux.35.1 (III a.C.), (ἐπιστολαὶ) εἰσεδόθησ<αν> τῷ διοικητῇ UPZ 14.139 (II a.C.), τὸ δόγμα I.AI 12.34, περὶ ὧν ἰσέδωκαν (sic) ἰς τὴν βουλὴν οἱ πρυτάνεις γνώμην IStratonikeia 513.5 (III d.C.)
part. pas. subst. τὸ εἰσδοθέν lo informado, el informe presentado τῷ διοικητῇ PTeb.72.462 (II a.C.)
abs. presentar una proposición περὶ τῆς τῶν Ἰουδαϊκῶν βιβλίων ἀντιγραφῆς Aristeas 28.
2 entregar, ingresar cantidades de trigo en los graneros públicos, en v. pas. BGU 1090.6, 14 (III d.C.).
II de pers.
1 citar, denunciar εἰσέδωκέν με [ε] ἰς λογιστήριον ὀφείλοντα πυρῶν (ἀρτάβας) σμ me ha llevado ante la oficina contable como deudor de 240 artabas de grano, SB 11639.4 (III a.C.), οἱ εἰσδόντες SB 5233.14 (I d.C.), en v. pas. PGnom.152 (II d.C.).
2 presentar, proponer, dar el nombre de una pers. para algún servicio, esp. de tipo litúrgico τοῦ βασιλικοῦ γραμματέως τοῦ νόμου εἰσδόντος ἡμᾶς εἰς ἀπαίτησιν ὑπὲρ λαογραφίας BGU 1198.16 (I d.C.), ἕτερον ... ἀντ' ἐμοῦ εἰσδοῦναι PSI 1243.24 (III d.C.)
frec. en v. pas. εἰσδοθεὶς ὑπὸ τοῦ ... γραμ[μα] τ[έως] εἰς πρακτ[ο] ρείαν σ[ιτι] κῶν POxy.3097.7 (III d.C.), εἰς ὑπηρεσίαν βουλῆς POxy.3924.7 (III d.C.), ἐπὶ τῆς ἑτοιμασίας γάρου PGot.3.6 (III d.C.), como garante de un préstamo ὃν δὲ ἂν ὁ δανειζόμενος διδῷ ... ἐν ἀγάρρει εἰσδιδόσθω INap.43.12 (I a./d.C.).

German (Pape)

[Seite 742] (s. δίδωμι), von Them. Mag. verworfen, findet sich als v.l. bei Her., sonst nur bei Sp.

Russian (Dvoretsky)

εἰσδίδωμι: ион. ἐσδίδωμι
1) вливаться, стекать (ἡ χιὼν τηκομένη ἐσδιδοῖ ἐς τὸν Ἴστρον Her.);
2) впадать (κρήνη ἐς τὸν ποταμὸν ἐσδιδοῦσα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσδίδωμι: ἀμεταβάτως ὡς τὸ εἰσβάλλω ΙΙ. 2, διαφ. γρ. ἀντὶ τοῦ ἐκδίδωμι, ἐπὶ ποταμοῦ εἰσρέοντος ἐντὸς ἄλλου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 4. 49, ἐπὶ ποταμοῦ, κρήνης ἢ τηκομένης χιόνος, αὐτόθι 50· ἐπὶ ποταμοῦ ἐκβάλλοντος εἰς τὴν θάλασσαν, κατὰ Θωμᾶν τὸν Μάγιστρον (σ. 279), εἶναι ἀδόκιμον. ΙΙ. Παθ., παραδίδομαι, ἐγχειρίζομαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 5785. 12.

Greek Monolingual

εἰσδίδωμι (Α)
1. (για ποτάμια) εκβάλλω
2. δίνω έκθεση ή υπόμνημα
3. (για ζήτημα) φέρομαι για συζήτηση
4. προτείνω κατάλληλο πρόσωπο για κάποιο έργο
5. δίνω πληροφορίες εναντίον κάποιου
6. πληροφορώ, ειδοποιώ
7. πληρώνω.

Greek Monotonic

εἰσδίδωμι: χρησιμ. αμτβ. όπως το εἰσβάλλω II. 2, λέγεται για ποτάμια, χύνομαι, εκβάλλω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[used intr. like εἰσβάλλω
II. 2, of rivers, to flow into, Hdt.