Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄναρκτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0205.png Seite 205]] 1) nnbeherrscht, ohne Oberherrn, [[βίος]] Aesch. Eum. 500; Soph. frg. 28. – 2) keinen Oberherrn duldend, steh nicht beherrschen lassend, Thuc. 5, 99.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0205.png Seite 205]] 1) nnbeherrscht, ohne Oberherrn, [[βίος]] Aesch. Eum. 500; Soph. frg. 28. – 2) keinen Oberherrn duldend, steh nicht beherrschen lassend, Thuc. 5, 99.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maître, non gouverné;<br /><b>2</b> qui ne se laisse pas gouverner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄναρκτος''': -ον, (ἄρχω) ὁ μὴ ἀρχόμενος, ὁ μὴ ὑποταγμένος, Θουκ. 5. 99· ὁ μὴ ὑποτασσόμενος [[ὥστε]] νὰ κυβερνηθῇ ὑφ’ ἑτέρου, μήτ’ ἄναρκτον βίον [[μήτε]] δεσποτούμενον αἰνέσῃς Αἰσχύλ. Εὐμ. 526 ([[ἔνθα]] ὁ Wieseler [[χάριν]] τοῦ μέτρου διώρθωσε [[λίαν]] ἐπιτυχῶς [[ἀνάρχετος]] κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[ἀπεύχετος]]), Σοφ. Ἀποσπ. 28.
|lstext='''ἄναρκτος''': -ον, (ἄρχω) ὁ μὴ ἀρχόμενος, ὁ μὴ ὑποταγμένος, Θουκ. 5. 99· ὁ μὴ ὑποτασσόμενος [[ὥστε]] νὰ κυβερνηθῇ ὑφ’ ἑτέρου, μήτ’ ἄναρκτον βίον [[μήτε]] δεσποτούμενον αἰνέσῃς Αἰσχύλ. Εὐμ. 526 ([[ἔνθα]] ὁ Wieseler [[χάριν]] τοῦ μέτρου διώρθωσε [[λίαν]] ἐπιτυχῶς [[ἀνάρχετος]] κατ’ ἀναλογίαν τοῦ [[ἀπεύχετος]]), Σοφ. Ἀποσπ. 28.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maître, non gouverné;<br /><b>2</b> qui ne se laisse pas gouverner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:12, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναρκτος Medium diacritics: ἄναρκτος Low diacritics: άναρκτος Capitals: ΑΝΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: ánarktos Transliteration B: anarktos Transliteration C: anarktos Beta Code: a)/narktos

English (LSJ)

ον, (ἄρχω) not governed or subject, Th.5.99; not submitting to be governed, βίος A.Eu.526 (where Wieseler metri gr. ἀνάρχετος, on analogy of ἀπεύχετος), S.Fr.30.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no se somete a disciplina, βίος A.Eu.526, cf. S.Fr.30.
2 que no puede ser sometido νησιώτης Th.5.99, οὐδεὶς δ' ἄναρκτος οὐδ' αὐτοτελής Plu.2.754d.

German (Pape)

[Seite 205] 1) nnbeherrscht, ohne Oberherrn, βίος Aesch. Eum. 500; Soph. frg. 28. – 2) keinen Oberherrn duldend, steh nicht beherrschen lassend, Thuc. 5, 99.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans maître, non gouverné;
2 qui ne se laisse pas gouverner.
Étymologie: , ἄρχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναρκτος: -ον, (ἄρχω) ὁ μὴ ἀρχόμενος, ὁ μὴ ὑποταγμένος, Θουκ. 5. 99· ὁ μὴ ὑποτασσόμενος ὥστε νὰ κυβερνηθῇ ὑφ’ ἑτέρου, μήτ’ ἄναρκτον βίον μήτε δεσποτούμενον αἰνέσῃς Αἰσχύλ. Εὐμ. 526 (ἔνθα ὁ Wieseler χάριν τοῦ μέτρου διώρθωσε λίαν ἐπιτυχῶς ἀνάρχετος κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ἀπεύχετος), Σοφ. Ἀποσπ. 28.

Greek Monolingual

ἄναρκτος, -ον (Α) άρχω
αυτός που δεν υποτάσσεται ή δεν έχει υποταχθεί σε άλλον, που δεν εξουσιάζεται ή δεν ανέχεται να εξουσιάζεται από άλλον.

Greek Monotonic

ἄναρκτος: -ον (ἄρχω), μη υποταγμένος ή μη εξουσιαζόμενος, σε Θουκ.· αυτός που δεν υποχωρεί στην εξουσία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄναρκτος: никому не подвластный, независимый Aesch., Soph., Thuc., Plut.

Middle Liddell

ἄρχω
not governed or subject, Thuc.: not submitting to be governed, Aesch.