εὔδοξος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui jouit d'un bonne réputation, renommé, célèbre, glorieux ; [[νέας]] εὐδοξοτάτας HDT navires réputés excellents;<br /><i>Cp.</i> εὐδοξότερος, <i>Sp.</i> εὐδοξότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δόξα]].
|btext=ος, ον :<br />qui jouit d'un bonne réputation, renommé, célèbre, glorieux ; [[νέας]] εὐδοξοτάτας HDT navires réputés excellents;<br /><i>Cp.</i> εὐδοξότερος, <i>Sp.</i> εὐδοξότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δόξα]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔδοξος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пользующийся хорошей славой]], [[окруженный почетом или уважением]], [[славный]] ([[νίκα]], [[ἄνδρες]] Pind.; [[γῆρας]] Eur.; [[πόλις]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[замечательный]], [[превосходный]], [[отличный]] ([[φρήν]] Aesch.; [[νέες]] Her.; [[δύναμις]] λόγων Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), καλόφημος, τιμημένος, [[ένδοξος]], δοξασμένος, σε Θέογν., Θουκ. κ.λπ.· [[νέες]] εὐδοξόταται, περίφημα πλοία, καράβια πρώτης τάξεως, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''εὔδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), καλόφημος, τιμημένος, [[ένδοξος]], δοξασμένος, σε Θέογν., Θουκ. κ.λπ.· [[νέες]] εὐδοξόταται, περίφημα πλοία, καράβια πρώτης τάξεως, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔδοξος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пользующийся хорошей славой]], [[окруженный почетом или уважением]], [[славный]] ([[νίκα]], [[ἄνδρες]] Pind.; [[γῆρας]] Eur.; [[πόλις]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[замечательный]], [[превосходный]], [[отличный]] ([[φρήν]] Aesch.; [[νέες]] Her.; [[δύναμις]] λόγων Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδοξος Medium diacritics: εὔδοξος Low diacritics: εύδοξος Capitals: ΕΥΔΟΞΟΣ
Transliteration A: eúdoxos Transliteration B: eudoxos Transliteration C: eydoksos Beta Code: eu)/docos

English (LSJ)

ον, (δόξα) of good repute, honoured, Thgn.195, Pi.P.12.5, Th.1.84 (Sup.), etc.; Νίκη Simon.145, cf. Pi.P.6.17; εὔ. παρά τισι Pl.Lg.773a; νέες εὐδοξόταται = 'crack' ships, Hdt.7.99. Adv. εὐδόξως = remarkably, famously, Pl.Hp.Ma.287e; with distinction, στεφανῶσαί τινα Man.1.102.

German (Pape)

[Seite 1063] in gutem Rufe stehend, berühmt, geehrt, Pind. oft von Menschen, auch νίκα, ἄεθλα, P. 6, 17 I. 3, 1; φρήν, Aesch. Ch. 301; γῆρας, φάμα, Eur. Med. 592 Hipp. 772; νέας εὐδοξοτάτας συναπάσης τῆς στρατιᾶς παρείχετο Her. 7, 99; πόλις, Thuc. 1, 84, Folgde; οἱ παρὰ τοῖς ἔμφροσι εὔδ. γάμοι Plat. Legg. VI, 773 a; καὶ τίμιος Xen. Mem. 4, 2, 28. – Adv., Plat. Hipp. mai. 287 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui jouit d'un bonne réputation, renommé, célèbre, glorieux ; νέας εὐδοξοτάτας HDT navires réputés excellents;
Cp. εὐδοξότερος, Sp. εὐδοξότατος.
Étymologie: εὖ, δόξα.

Russian (Dvoretsky)

εὔδοξος:
1) пользующийся хорошей славой, окруженный почетом или уважением, славный (νίκα, ἄνδρες Pind.; γῆρας Eur.; πόλις Thuc.);
2) замечательный, превосходный, отличный (φρήν Aesch.; νέες Her.; δύναμις λόγων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔδοξος: -ον, (δόξα) ἔχων καλὴν ὑπόληψιν, ἔντιμος, περίφημος, ἔνδοξος, Θεόγν. 195, Σιμων. 147, Πινδ. ΙΙ. 12. 10, Θουκ. 1. 84, κτλ.· εὔδ. παρά τισι Πλάτ. Νόμ. 773Α· νέες εὐδοξόταται, πλοῖα ἔχοντα τὴν ἀρίστην ὑπόληψιν, τὰ πρῶτα ἢ «πρώτης τάξεως», Ἡρόδ. 7. 99.- Ἐπίρρ. -ξως, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 287Ε.

English (Slater)

εὔδοξος, -ον (-ος, -ῳ, -ον; -ων, -οις: -οις, -α.) glorious of people, things. εὔδοξον Ἱπποδάμειαν (O. 1.70) κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας (Bergk: εὐδόξοιο codd.) (O. 14.23) εὔδοξον ἅρματι νίκαν (P. 6.17) εὐδόξῳ Μίδᾳ (P. 12.5) εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης pr. (N. 7.8) εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.34) εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου (I. 3.1) Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον (I. 8.1) καὶ τέκ' εὔδοξο[ν (supp. Bury) Δ. 2. 3. καὶ τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον (byz.: ἔνδοξον cod. unus; om. alter) fr. 172. 6. εὔδ]οξα Μοίσαις[ (supp. Snell) fr. 215b. 8.

Greek Monolingual

εὔδοξος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει καλή φήμη, ο ένδοξος, ο τιμημένος (α. «νέες εὐδοξόταται» — πρώτης τάξεως πλοία, Ηρόδ.
β. «ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν», Θουκ.)
επίρρ...
εὐδόξως (Α)
1. ένδοξα, λαμπρά
2. με τιμητική διάκριση («εὐδόξως στεφανῶσαί τινα», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δοξος (< δόξα), πρβλ. έν-δοξος, παρά-δοξος].

Greek Monotonic

εὔδοξος: -ον (δόξα), καλόφημος, τιμημένος, ένδοξος, δοξασμένος, σε Θέογν., Θουκ. κ.λπ.· νέες εὐδοξόταται, περίφημα πλοία, καράβια πρώτης τάξεως, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

εὔ-δοξος, ον δόξα
of good repute, honoured, famous, glorious, Theogn., Thuc., etc.; νέες εὐδοξόταται ships of best repute, Hdt.

English (Woodhouse)

celebrated, eminent, famous, glorious, of high degree

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)